Συλλογές
Τίτλος Κεφαλαιοποίηση εξόδων ανάπτυξης και χειραγώγηση κερδών μετά την υιοθέτηση των Διεθνών Λογιστικών Προτύπων: Ενδείξεις από γερμανικές εισηγμένες εταιρίες κατά την περίοδο 2006-2013
Δημιουργός Τσολάκη, Μαρίνα-Ιωάννα
Συντελεστής Αναγνωστοπούλου, Σεράϊνα
Εκδότης Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών
Τύπος Text
Φυσική περιγραφή 63σ.
Γλώσσα el
Περίληψη Η οικονομική σημασία των επενδύσεων σε εσωτερικώς δημιουργούμενα άυλα περιουσιακά στοιχεία μέσω της Έρευνας και Ανάπτυξης (Research and Development ή R&D) έχει αυξηθεί στην σύγχρονη οικονομία λόγω της ανάπτυξης της τεχνολογίας, της παγκοσμιοποίησης και του έντονου ανταγωνισμού (Rimerman, 1990; Lev, 2001). Ωστόσο, η λογιστική αντιμετώπιση των εξόδων ανάπτυξης αποτελεί ακόμη αντικείμενο επιστημονικής συζήτησης και έρευνας. Ενώ η κεφαλαιοποίηση των εξόδων ανάπτυξης παρέχει σχετική πληροφόρηση στην αγορά ως προς την μελλοντική επιτυχία της επένδυσης (Lev and Sougiannis, 1996; Lev and Zarowin, 1999; Ahmed and Falk, 2006; Oswald & Zarowin, 2007 κ.λπ.), από την άλλη μεριά αφήνει περιθώριο για χειραγώγηση των κερδών, καθώς στηρίζεται σε σημαντικό βαθμό στην υποκειμενική κρίση της διοίκησης (Markarian et al., 2008; Cazavan-Jeny et al., 2011; Thi et al., 2013; Dinh et al., 2015). Η λογιστική αντιμετώπιση των δαπανών ανάπτυξης αποτελεί μία από τις διαφορές μεταξύ των Αμερικάνικων Λογιστικών Προτύπων (US GAAP) και των Διεθνών Λογιστικών Προτύπων (IAS/IFRS). Τα Αμερικάνικα Λογιστικά Πρότυπα επιτρέπουν αποκλειστικά την αναγνώριση των δαπανών R&D ως έξοδα λόγω της αβεβαιότητας που συνδέεται με το οικονομικό αποτέλεσμα της σχετικής επένδυσης (FASB, 1974). Αντίθετα, τα Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα υιοθετούν λιγότερο συντηρητική θέση απέναντι στη λογιστική αντιμετώπιση των δαπανών ανάπτυξης, καθώς ορίζουν ότι οι δαπάνες ανάπτυξης θα πρέπει να κεφαλαιοποιούνται εφόσον πληρούνται συγκεκριμένα κριτήρια που αποδεικνύουν την πιθανότητα να εισρεύσουν μελλοντικά οικονομικά οφέλη στην επιχείρηση (IASB, 2004).Στόχος της παρούσας έρευνας είναι να μελετήσουμε αν οι εταιρίες χρησιμοποιούν τη λογιστική μέθοδο της κεφαλαιοποίησης των δαπανών ανάπτυξης ως μέσο για τη χειραγώγηση των κερδών τους. Βασιζόμενοι σε ένα δείγμα γερμανικών εισηγμένων εταιριών στο Χρηματιστήριο της Φρανκφούρτης για την περίοδο 2006-2013, εξετάζουμε τα οικονομικά χαρακτηριστικά που διακρίνουν τις εταιρίες που ακολουθούν την κεφαλαιοποίηση των εξόδων ανάπτυξης σε σχέση με τις εταιρίες που αντιμετωπίζουν αποκλειστικά την αντιμετώπιση όλων των δαπανών Έρευνας και Ανάπτυξης ως έξοδα στην χρήση που πραγματοποιούνται. Στη συνέχεια μελετούμε αν τα κίνητρα του υποσυνόλου των εταιριών που ακολουθούν την κεφαλαιοποίηση των εξόδων ανάπτυξης συνδέονται με τη χειραγώγηση κερδών.10Καθώς, οι εταιρίες ακολουθούν την κεφαλαιοποίηση του κόστους ανάπτυξης βάσει κριτηρίων που σχετίζονται με την επιτυχία των επενδύσεων R&D, δηλαδή με την δυνατότητα οι επενδύσεις να προσφέρουν μελλοντικά οικονομικά οφέλη στην επιχείρηση, ελέγχουμε αν υπάρχει αυτοσυσχέτιση ως προς το ίδιο το γεγονός ότι οι εταιρίες που ακολουθούν την κεφαλαιοποίηση δεν ανήκουν τυχαία στην ομάδα των εταιριών που κεφαλαιοποιούν τις δαπάνες ανάπτυξης. Επειδή τα οικονομικά χαρακτηριστικά των εταιριών που κεφαλαιοποιούν επιδρούν ενδεχομένως με συστηματικό τρόπο στο ίδιο το γεγονός ότι οι εταιρίες ακολουθούν την κεφαλαιοποίηση των δαπανών ανάπτυξης, πραγματοποιείται ο έλεγχος του σφάλματος επιλογής του δείγματος (self-selection bias) χρησιμοποιώντας τη μέθοδο επιλογής δύο σταδίων του Heckman (1979).Το γερμανικό περιβάλλον επιλέχθηκε για τη διεξαγωγή της έρευνας λόγω της διαφορετικής λογιστικής αντιμετώπισης που ορίζουν τα Γερμανικά Λογιστικά Πρότυπα σε σχέση με τα Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα όσον αφορά τα έξοδα ανάπτυξης. Τα Γερμανικά Λογιστικά Πρότυπα απαγορεύουν την κεφαλαιοποίηση των δαπανών ανάπτυξης, ενώ επιτρέπουν αποκλειστικά την αναγνώριση όλων των δαπανών R&D ως έξοδα απευθείας στην χρήση στην οποία πραγματοποιούνται (Handelsgesetzbuch – HGB, Γερμανικός Εμπορικός Κώδικας). Καθώς η Γερμανία αποτελεί μία από τις χώρες στις οποίες εφαρμόστηκε η (υπό όρους) κεφαλαιοποίηση των εξόδων ανάπτυξης μετά την υποχρεωτική υιοθέτηση των Διεθνών Λογιστικών Προτύπων το 2005, η παρούσα έρευνα παρέχει επιπλέον συμπεράσματα σχετικά με την ποιότητα της χρηματοοικονομικής πληροφόρησης μετά την εφαρμογή των Διεθνών Λογιστικών Προτύπων στην κατάρτιση των χρηματοοικονομικών καταστάσεων σε χώρες όπου υπάρχει απόκλιση των εθνικών και των Διεθνών Λογιστικών Προτύπων. Τα ευρήματά μας τεκμηριώνουν την υπόθεση ότι οι εταιρίες κεφαλαιοποιούν τις δαπάνες ανάπτυξης με στόχο τη χειραγώγηση των κερδών. Πιο συγκεκριμένα, βρίσκουμε ότι η κεφαλαιοποίηση των εξόδων ανάπτυξης συνδέεται με τα κίνητρα αποφυγής παρουσίασης ζημιών και μειωμένων κερδών, εξομάλυνσης των ταμειακών ροών από λειτουργικές δραστηριότητες και παρουσίασης καλύτερων δεικτών μόχλευσης.
Λέξη κλειδί Λογιστική διαχείριση
Λογιστικό σύστημα
Κέρδος
Profit
Auditing
Εταιρεία
Ημερομηνία έκδοσης 2015