Abstract : | Κάθε διαχειριστής ενός χαρτοφυλακίου στις μέρες μας επιδιώκει να μεγιστοποιήσει την αποδοτικότητά του με το μικρότερο δυνατό κόστος για την επιχείρησή του. Ωστόσο απόδοση και αποδοτικότητα δεν είναι ταυτόσημες έννοιες στον χώρο των χρηματοοικονομικών. Προκειμένου ένα χαρτοφυλάκιο να είναι αποδοτικό, πέρα από υψηλές αποδόσεις χρειάζεται να εμπεριέχει και όσο το δυνατό μικρότερο βαθμό κινδύνου είναι εφικτό. Για αυτό τον λόγο έχουν δημιουργηθεί αρκετές μέθοδοι αξιολόγησης της αποδοτικότητας χαρτοφυλακίων, βασισμένες στα μοντέλα CAPM και APT, καθώς και σε άλλα μοντέλα. Στα πλαίσια αυτής της Διπλωματικής Εργασίας συλλέχθηκαν δεδομένα σχετικά με τις αποδόσεις 12 αμερικάνικων αμοιβαίων κεφαλαίων που εστιάζουν στους μεγαλύτερους κλάδους της αμερικανικής οικονομίας σε βάθος 10 χρόνων, από το 2012 έως το 2021. Στη συνέχεια πραγματοποιήθηκαν έλεγχοι αποδοτικότητάς των χαρτοφυλακίων αυτών χρησιμοποιώντας τα μέτρα των Jensen, Treynor και Sharpe, καθώς και 2 APT μοντέλα, έχοντας πάντα ως benchmark τον S&P 500. Μετά τις αξιολογήσεις αυτές δημιουργήθηκαν 2 νέα χαρτοφυλάκια, καθένα από τα οποία αποτελείται από μερικά από τα ήδη αξιολογημένα χαρτοφυλάκια (δηλαδή 2 fund of funds), ανάλογα με τη στρατηγική που ακολουθήθηκε κάθε φορά, και μελετήθηκε η δική τους πορεία σε βάθος χρόνου πάλι σε σχέση με τον S&P 500. Στο τελικό μέρος της εργασίας εξάγονται συμπεράσματα ως προς κάθε μορφή αξιολόγησης των χαρτοφυλακίων. Every portfolio manager nowadays seeks to maximize their portfolio's efficiency in a way that it produces the best possible expected level of return for their level of risk. However, high returns and efficiency are not identical concepts in the field of finance. In order for a portfolio to be efficient, beyond high returns it also needs to include as little risk as possible. For this reason several portfolio performance evaluation methods have been developed, based on the CAPM and APT models, as well as other models. For the purposes of this diplomatic thesis, data was collected on the returns of 12 American mutual funds, focusing on the largest sectors of the American economy over a 10-year period, from 2012 to 2021. Afterwards, efficiency tests of these portfolios were carried out using the measures of Jensen, Treynor and Sharpe, as well as 2 APT models, always having the S&P 500 as a benchmark. After these evaluations 2 new portfolios were created, each consisting of some of the portfolios already evaluated (i.e. 2 funds of funds), depending on the strategy followed each time, and their own course over time was studied again in relation to the S&P 500. In the final part of the paper, conclusions are drawn regarding each evaluation method of mutual funds.
|
---|