Abstract : | Οι αποτυχίες και οι πτωχεύσεις τραπεζών τα χρόνια που ακολούθησαν την χρηματοπιστωτική κρίση του 2007-2009, καθώς και οι εξελίξεις στις χρηματοπιστωτικές αγορές απέδειξαν τη σημασία της χρηματοπιστωτικής εποπτείας και την αναγκαιότητα της σύμπραξης μεταξύ των εθνικών εποπτικών αρχών και της ύπαρξης υπερεθνικών εποπτικών αρχών, όπως η Επιτροπή της Βασιλείας (BCBS) για την βέλτιστη λειτουργία της εποπτείας. Η ασύμμετρη πληροφόρηση των πελατών των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων (οι οποίοι συνήθως δεν είναι σε θέση να αξιολογήσουν τη δραστηριότητα αυτών) καθιστά αναγκαίους τους εποπτικούς μηχανισμούς, καθώς το κόστος της ρύθμισης είναι χαμηλότερο από τις απώλειες των απροστάτευτων πελάτων σε μια μη ρυθμιζόμενη αγορά.Πριν την κατάρτιση των Συμφώνων της Βασιλείας, ο τραπεζικός κλάδος είχε ανάγκη από ένα σαφές πλαίσιο που θα παρείχε σταθερότητα στο παγκόσμιο τραπεζικό σύστημα. Τα Σύμφωνα της Βασιλείας ανταποκρίθηκαν, όπως θα δούμε, σε αυτή την ανάγκη με αποτελεσματικότητα. Η Βασιλεία Ι, ως το πρώτο διεθνές μέσο αξιολόγησης της σημασίας του κινδύνου σε σχέση με το κεφάλαιο, παραμένει ορόσημο στη χρηματοοικονομική και τραπεζική ιστορία. Η Βασιλεία II αποτελεί ένα πολύ πιο ολοκληρωμένο πλαίσιο τραπεζικής εποπτείας σε σύγκριση με τη Βασιλεία Ι, καθώς εισήγαγε ένα νέο είδος κινδύνου, που ονομάζεται «λειτουργικός κίνδυνος» στον υπολογισμό του CRAR. Τα δύο Σύμφωνα είναι, ωστόσο, ετεροβαρή, δίνοντας περισσότερη έμφαση είτε στην προάσπιση του ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος των τραπεζών (Βασιλεία Ι), είτε στη προστασία της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας (Βασιλεία ΙΙ). Έτσι, η Βασιλεία III που ακολούθησε, αποτελεί λοιπόν άσκηση ισορροπίας ανάμεσα στην ανάγκη για χρηματοπιστωτική σταθερότητα και την προστασία του ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος του τραπεζικού τομέα. Στην προσπάθεια να αξιολογηθεί ο βαθμός στον οποίο η συσσώρευση διεθνών αποθεματικών έχει πληθωριστική επίδραση, δίνοντας κίνητρα εφησυχασμού στα κράτη, με επακόλουθο λιγότερο συνετές πολιτικές εποπτείας, αξιοποιήθηκε η γενική κατανομή των Ειδικών Τραβηκτικών Δικαιωμάτων (SDR) του 2009 για την ανάλυση της σχέσης μεταξύ της συσσώρευσης αποθεματικών και των μακροοικονομικών μεγεθών, όπως ο πληθωρισμός. Αποδεικνύεται ότι ο πληθωρισμός στα κράτη που έλαβαν μεγάλες χορηγήσεις ΕΤΔ ήταν κατά 0.5% υψηλότερος σε ετήσιους όρους, εντός των επόμενων δύο ετών μετά την κατανομή. Αυτό το αποτέλεσμα είναι συνεπές με την υπόθεση ότι η συσσώρευση αποθεματικών μπορεί να αποβεί πληθωριστική λόγω του ηθικού κινδύνου (κίνδυνος εφησυχασμού των κρατών και επιλογής πιο επεκτατικών δημοσιονομικών πολιτικών λόγω της αίσθησης ασφάλειας που παρέχουν τα υψηλότερα αποθεματικά). Στη συζήτηση για τον πληθωριστικό αντίκτυπό των χορηγήσεων ΕΤΔ, τα τελευταία συγκρίνονται μερικές φορές με τα «χρήματα ελικοπτέρου» του Milton Friedman.Το ξέσπασμα της πανδημίας αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα ενός αβέβαιου γεγονότος, το οποίο επηρέασε το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα. Παρόλα αυτά, ο τραπεζικός τομέας δεν αποδείχθηκε ανέτοιμος να διαχειρισθεί τις απροσδόκητες αυτές προκλήσεις. Η ενίσχυση της τραπεζικής εποπτείας μετά την κρίση του 2008 κατάφερε να απορροφήσει τους κραδασμούς των πρόσφατων κρίσεων στον τραπεζικό τομέα με επιτυχία. Bank failures and bankruptcies in the years following the financial crisis of 2007-2009, as well as developments in financial markets, demonstrated the importance of financial supervision and the necessity of cooperation between national supervisory authorities and the existence of supranational supervisory authorities, such as Basel Committee (BCBS) for the optimal functioning of supervision. The asymmetric information of financial institutions' customers (who are usually unable to evaluate their activity) makes supervisory mechanisms necessary, as the cost of regulation is lower than the losses of unprotected customers in an unregulated market.Prior to the Basel Accords, the banking industry needed a clear framework that would provide stability to the global banking system. The Basel Accords responded to this need effectively. Basel I, as the first international instrument for assessing the importance of risk in relation to capital, remains a landmark in financial and banking history. Basel II is a much more comprehensive framework for banking supervision compared to Basel I, as it introduced a new type of risk, called 'operational risk' in the CRAR calculation. The two Accords are, however, balanced, placing more emphasis either on the defense of banks' competitive advantage (Basel I), or on the protection of financial stability (Basel II). Thus, the Basel III that followed is therefore a balance exercise between the need for financial stability and the protection of the competitive advantage of the banking sector.In an attempt to assess the extent to which the accumulation of international reserves has an inflationary effect, incentivizing sovereign complacency, resulting in less prudent surveillance policies, the general allocation of Special Drawing Rights (SDRs) of 2009 was used to analyze the relationship between the accumulation reserves and macroeconomic variables such as inflation. It turns out that inflation in states that received large SDR allocations was 0.5% higher in annual terms in the two years following the allocation. This result is consistent with the assumption that reserve accumulation can turn out to be inflationary due to moral hazard (risk of states becoming complacent and choosing more expansionary fiscal policies because of the sense of security that higher reserves provide). In the debate about the inflationary impact of SDR grants, the latter are sometimes compared to Milton Friedman's "helicopter money".The outbreak of the pandemic is a typical example of an uncertain event, which affected the global financial system. Nevertheless, the banking sector did not prove unprepared to manage these unexpected challenges. The strengthening of banking supervision after the 2008 crisis has managed to absorb the shocks of recent crises in the banking sector successfully.
|
---|