Abstract : | Το παρόν πόνημα φιλοδοξεί να σκιαγραφήσει την ιστορική εξέλιξη των ζυμώσεων για την μεταρρύθμιση του Συμβουλίου Ασφαλείας, να προσδιορίσει τα βασικά σημεία τριβής, να αξιολογήσει τις προτάσεις που έχουν κατατεθεί και να εξετάσει τις προοπτικές επίτευξης συμφωνίας. Με αφετηρία τη σχέση μεταξύ δικαιοσύνης και αποτελεσματικότητας που διαπερνά διαχρονικά τη συζήτηση για τη μεταρρύθμιση, η μελέτη καταλήγει ότι η αναζήτηση των ιδανικών ισορροπιών ισχύος ενσταλαγμένων σε ένα αντιπροσωπευτικό και δημοκρατικό συμβούλιο φαντάζει μάλλον ουτοπική. Προς αυτή την κατεύθυνση προκρίνεται μία μετριοπαθής αναδιάρθρωση του Συμβουλίου όσον αφορά τη διεύρυνση και τις κατηγορίες των μόνιμων μελών που αφενός θα ενισχύσει αποτελεσματικότητά του αφενός δεν θα δεσμεύσει το μέλλον του. Η μελέτη διαπιστώνει τέλος, ότι η μεταρρύθμιση των μεθόδων εργασίας -σ.σ. του Συμβουλίου- αποτελεί την πλέον ενδεδειγμένη οδό για άμεση βελτίωση της αποτελεσματικότητάς του μέσω της ενίσχυσης της διαφάνειας και της λογοδοσίας. The present dissertation aims to sketch the historical development of the processes for the reform of the Security Council, to identify the basic points of friction, to evaluate the proposals that have been promulgated and to examine the potential leeway for the attainment of an accord.By exploring the long-standing relationship between justice and efficacy which has shaped the calls for reform, this investigation argues that the search for ideal balances of power postulated on a representative and democratic Council seem utopian. Consequently, it is argued that a moderate restructuring of the Security Council relating to the expansion and the categories of its members, would potentially enhance its efficacy and would not compromise its future.Finally, this dissertation suggests that the reform of the working methods of the Security Council comprises the best avenue for the immediate improvement of its efficacy through the enhancement of its transparency and accountability.
|
---|