Abstract : | Η εργασία αυτή έχει να κάνει με δύο συνδεόμενα θέματα. Πρώτον, την επιλογή του καθεστώτος συναλλαγματικής ισοτιμίας για σταθεροποιητικούς σκοπούς ή ισοδύναμά την κατάλληλη προσαρμογή της προσφοράς χρήματος. Δεύτερον, τις κρίσεις του ισοζυγίου πληρωμών ή τις κερδοσκοπικές επιθέσεις στο καθεστώς σταθερής συναλλαγματικής ισοτιμίας και τις επιδράσεις που έχουν αυτές οι επιθέσεις τόσο στα νομισματικά μεγέθη της οικονομίας όσο και στα πραγματικά μεγέθη της. Έτσι, η εργασία αυτή χωρίζεται σε δύο μέρη: στο πρώτο μέρος εξετάζονται, στα πλαίσια ενός παιγνίου πολιτικής μεταξύ των νομισματικών αρχών και των εργαζομένων, η αποτελεσματικότητα διάσημων κανόνων πολιτικής, όπως ο σταθερός ρυθμός αύξησης της προσφοράς χρήματος, η σταθερή συναλλαγματική ισοτιμία και η διακριτική διαχείριση της συναλλαγματικής ισοτιμίας όσον αφορά την σταθεροποιητική πολιτική. Με σταθερό ρυθμό αύξησης της ποσότητας του χρήματος, ο εγχώριος ρυθμός πληθωρισμού αποκλίνει από τον μέσο μόνο εξ’αιτίας διαταραχών στα διεθνή επιτόκια, διαταραχών στην εγχώρια παραγωγικότητα και διαταραχές στην ζήτηση χρήματος. Το ποσοστό ανεργίας κάτω από αυτόν τον κανόνα αποκλίνει από το φυσικό της ποσοστό μόνο εξ’ αιτίας νομισματικών διαταραχών όπως αυτές των διεθνών επιτοκίων και της ζήτησης χρήματος. Αντίθετα, ο πληθωρισμός στον κανόνα σταθερών ισοτιμιών είναι ίσος με τον ξένο ρυθμό πληθωρισμού και επηρεάζεται από τις διαταραχές του ξένου ρυθμού πληθωρισμού. Η ανεργία κάτω από σταθερές ισοτιμίες αποκλίνει από το φυσικό της ποσοστό εξ’ αιτίας διαταραχών του ξένου επιπέδου τιμών και εγχώριων πραγματικών διαταραχών. Κάτω από την άριστη διαχείριση της συναλλαγματικής ισοτιμίας ο πληθωρισμός και η ανεργία είναι συνάρτηση μόνο των διαταραχών της εγχώριας παραγωγικότητας. Οι παραπάνω κανόνες συγκρίνονται κάτω από δύο σενάρια. Πρώτον, στην περίπτωση που έχουμε αποτελεσματικό φυσικό ποσοστό, ο στόχος απασχόλησης νομισματικών αρχών και εργαζομένων συμπίπτει και έτσι οι νομισματικές αρχές δεν έχουν κίνητρο να μειώσουν την ανεργία κάτω από τον στόχο των εργαζομένων. Σε αυτήν την ιδανική περίπτωση, η άριστη διαχείριση υπερτερεί ξεκάθαρα των δύο κανόνων. Στην δεύτερη περίπτωση του μη αποτελεσματικού φυσικού ποσοστού, η άριστη διαχείριση υπερτερεί μόνο αν η αναποτελεσματικότητα του φυσικού ποσοστού είναι μικρή ή αν οι διαταραχές είναι αρκετά αβέβαιες (τα shock έχουν σχετικά μεγάλη διακύμανση). Στην εξέταση των σταθερών ισοτιμιών για σταθεροποητικούς σκοπούς υποθέσαμε σιωπηρά ότι από την στιγμή που η κεντρική τράπεζα υιοθετεί τις σταθερές ισοτιμίες, το καθεστώς αυτό διατηρείται απεριόριστα. Όμως επειδή οι κεντρικές τράπεζες έχουν ένα περασμένο απόθεμα ξένου συναλλάγματος, η παραπάνω υπόθεση δεν ευσταθεί. Τα καθεστώτα σταθερών ισοτιμιών υπόκεινται σε κερδοσκοπικές επιθέσεις που έχουν ως αποτέλεσμα την εγκατάλειψη του καθεστώτος των σταθερών ισοτιμιών. Οι κερδοσκοπικές επιθέσεις στο καθεστώς σταθερών ισοτιμιών είναι το αντικείμενο του δευτέρου μέρους της εργασίας. Τα υποδείγματα των κερδοσκοπικών επιθέσεων χωρίζονται σε δύο κατηγορίες: πρώτον, στα υποδείγματα πρώτης γενεάς όπου οι κερδοσκοπικές επιθέσεις είναι αποτέλεσμα των ‘κακών’ θεμελιωδών (fundamentals) της οικονομίας, όπως αυτά εκφράζονται από το αυξανόμενο επίπεδο εγχώριων πιστώσεων. Στα δεύτερης γενεάς υποδείγματα, όπως των αυτοεκπληρούμενων κρίσεων του Obstfeld, οι κερδοσκοπικές επιθέσεις δεν είναι αποτέλεσμα των ‘κακών’ θεμελιωδών της οικονομίας. Σε αυτής της γενεάς τα υποδείγματα, οι κερδοσκοπικές επιθέσεις είναι αυτοεκπληρούμενες. Σε αυτά τα υποδείγματα, οι προσδοκίες παίζουν σημαντικό ρόλο στο ξέσπασμα κερδοσκοπικών επιθέσεων. Αν δεν συμβεί καμία κερδοσκοπική επίθεση, οι ακολουθούμενες πολιτικές είναι συνεπείς με την διατήρηση του καθεστώτος σταθερών ισοτιμιών. Παρ’ολ’αυτά, αν συμβεί κερδοσκοπική επίθεση, οι κυβερνητικές πολιτικές γίνονται περισσότερο επεκτατικές προκαλώντας την κατάρρευση του καθεστώτος σταθερών ισοτιμιών. Επομένως, με δεδομένες τις πολιτικές που ακολουθούνται μετά την επίθεση, η επίθεση είναι ορθολογική. Αυτό είναι πολύ σημαντικό για το κατά πόσο θα πρέπει να χρησιμοποιούμε το καθεστώς των σταθερών ισοτιμιών. Στην συνέχεια παρουσιάζονται οι πραγματικές επιδράσεις των κερδοσκοπικών επιθέσεων εφόσον απομακρυνθούμε από το νομισματικό υπόδειγμα και υποθέσουμε ότι οι τιμές είναι προκαθορισμένες και προσαρμόζονται σταδιακά. Όπως προκύπτει από το υπόδειγμα των Flood-Hodrick, το προϊόν είναι περισσότερο ευμετάβλητο αν υποθέσουμε ότι το καθεστώς σταθερών ισοτιμιών υπόκειται σε κερδοσκοπικές επιθέσεις. Ακόμη, εξετάζεται η επίδραση της επιβολής των ελέγχων κεφαλαίου (capital controls) στην χρονική στιγμή της εκδήλωσης της κρίσης. Τέλος, παρουσιάζεται το υπόδειγμα του ‘χρυσού κανόνα’ του Buiter, που στην ουσία πρόκειται για ένα υπόδειγμα σταθερών ισοτιμιών. Αυτό το υπόδειγμα είναι υπόδειγμα δύο χωρών που αλληλοεπιδρούν. Από το υπόδειγμα αυτό προκύπτει ότι το καθεστώς του σταθερού κανόνα για να διατηρηθεί χωρίς να καταρρεύσει θα πρέπει οι οικονομικές πολιτικές των δύο χωρών να συντονιστούν έτσι ώστε ο ρυθμός αύξησης των σχετικών πιστώσεων (δηλαδή των πιστώσεων της μίας χώρας σε σχέση με την άλλη χώρα) να είναι ανάλογος με την σχετική μεταβολή του προϊόντος της μίας χώρας σε σχέση με την άλλη. Στην επιτυχία του κανόνα αυτού παίζει ρόλο και η δημοσιονομική πολιτική γιατί η διατήρηση του καθεστώτος του ‘χρυσού κανόνα’ μπορεί να προκαλέσει αποσταθεροποίηση του δημοσίου χρέους αν δεν συντονιστούν οι οικονομικές πολιτικές. Έτσι, παράλληλα με τον κανόνα για την σχετική πιστωτική επέκταση, η κάθε χώρα θα πρέπει να ακολουθεί και έναν κανόνα για την δημοσιονομική πολιτική έτσι ώστε να εξασφαλίζεται και το αξιόχρεο του δημοσίου χρέους.
|
---|