Abstract : | Η «Δημόσια Διοίκηση» -όπως θα μπορούσε να οριστεί το σύνολο των Φορέων που ασκούν δημόσια εξουσία- υπάρχει για να εξυπηρετεί το γενικό συμφέρον της εκάστοτε Κοινωνίας. Εμπεριέχει άρα μια δυναμική ανάλογα με τις μεταβαλλόμενες κοινωνικές ανάγκες, η οποία τα τελευταία χρόνια εκδηλώνεται ως μία κλίση του Δημόσιου Τομέα προς τις πρακτικές που ακολουθούνται από τον ιδιωτικό τομέα, η οποία έχει ρίζες οικονομικές, κοινωνικές αλλά και πολιτικές. Μία από τις ενδιαφέρουσες εκφάνσεις της ανωτέρω τάσης, που συναντάται υπό το γενικό όρο «Νέα Δημόσια Διοίκηση», αφορά στα θέματα λογιστικής παρακολούθησης. Κύριες εκδηλώσεις της είναι η προσπάθεια λογιστικής τυποποίησης με την ανάπτυξη Διεθνών Λογιστικών Προτύπων του Δημόσιου Τομέα και η σταδιακή μετάβαση από την απλογραφική λογιστική ταμειακής βάσης στη διπλογραφική λογιστική δεδουλευμένης βάσης. Εντός του γενικού αυτού πλαισίου η παρούσα διπλωματική εργασία εμβαθύνει στον κλάδο των Δημόσιων Ασφαλιστικών Οργανισμών γενικά και στην περίπτωση της Ελλάδας ειδικότερα σε θεωρητικό, αλλά και εμπειρικό επίπεδο. Στη θεωρία τα εθνικά ασφαλιστικά-συνταξιοδοτικά συστήματα διαιρούνται σε τρία επίπεδα που αποσκοπούν α) στην κάλυψη των βιοτικών αναγκών, β) στην περαιτέρω «διασφάλιση» και γ) στην προαιρετική πρόσθετη ασφάλιση (επαγγελματικά και ιδιωτικά ασφαλιστικά προγράμματα). Η χρηματοδότηση των ασφαλιστικών ταμείων μπορεί να βασίζεται στο αναδιανεμητικό ή στο κεφαλαιοποιητικό σύστημα. Στην κοινωνική ασφάλιση δεσπόζει το αναδιανεμητικό σύστημα, το οποίο υπό το πρίσμα των επιδεινούμενων δημογραφικών μεγεθών αποδεικνύεται προβληματικό εν απουσία των αναγκαίων μεταρρυθμίσεων. Σύμφωνα όμως με την εναλλακτική προσέγγιση της «λογιστικής των γενεών», η λύση βρίσκεται απλά στη μετακύλιση των χρεών που δεν καλύπτονται από τις τρέχουσες γενιές στις μελλοντικές. Όσον αφορά τη λογιστική παρακολούθηση των συνταξιοδοτικών υποχρεώσεων από τους Ασφαλιστικούς Οργανισμούς (ή την Κεντρική Κυβέρνηση συνολικά), στην πράξη συναντώνται δύο μέθοδοι. Η μία σχολή σκέψης αναγνωρίζει λογιστικά τα υπεσχημένα συνταξιοδοτικά δικαιώματα καθώς καθίστανται δεδουλευμένα, δηλαδή κατά τη διάρκεια των ετών που ο εργαζόμενος παρέχει υπηρεσία και αποδίδει ασφαλιστικές εισφορές, με ταυτόχρονη λογιστική απεικόνιση της παρούσας αξίας της μακροπρόθεσμης υποχρέωσης (Ν.Ζηλανδία, Σουηδία, Η.Π.Α.). Αυτή τη γραμμή δράσης υιοθετούν και τα υπάρχοντα Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα που ρυθμίζουν το θέμα (IAS 26, IPSAS 25). Η άλλη σχολή προτιμά τη λογιστική εμφάνιση εξόδων για συνταξιοδοτικές παροχές από την ημερομηνία αποχώρησης από την υπηρεσία και εφεξής και την απλή γνωστοποίηση των μακροχρόνιων υποχρεώσεων από υπεσχημένα συνταξιοδοτικά δικαιώματα βάσει των εθνικών λογιστικών προτύπων (Η.Β., Ελλάδα). Σε εμπειρικό επίπεδο, πραγματοποιήθηκε -στα πλαίσια της παρούσας διπλωματικής εργασίας- έρευνα με ερωτηματολόγια για τον προσδιορισμό του βαθμού εφαρμογής της διπλογραφικής λογιστικής δεδουλευμένης βάσης (Κλαδικό Λογιστικό Σχέδιο, Π.Δ.80/97) από τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης της Ελλάδας. Από τη στατιστική ανάλυση των αποτελεσμάτων βρέθηκε ότι ένα σημαντικό μέρος των Φ.Κ.Α. δεν εφαρμόζει ή εφαρμόζει ελλιπώς το Κλαδικό Λογιστικό Σχέδιο. Σημαντικές αποκλίσεις από τα οριζόμενα στο Κ.Λ.Σ. εντοπίστηκαν σε διάφορους τομείς, όπως είναι: α) η μη λογιστικοποίηση σε ορισμένες περιπτώσεις των εσόδων ή των εξόδων σε δεδουλευμένη βάση, β) η μη έκδοση του συνόλου των απαιτούμενων οικονομικών καταστάσεων, γ) η μη παρακολούθηση σε λογαριασμούς τάξεως των μακροπρόθεσμων υποχρεώσεων από μελλοντικές παροχές στους ασφαλισμένους, δ) η μη παρακολούθησή των ασφαλισμένων σε αναλυτικούς λογαριασμούς της τελευταίας βαθμίδας της γενικής λογιστικής και ε) η μη τήρηση της αναλυτικής λογιστικής. Σύμφωνα με τα εμπλεκόμενα μέρη οι σημαντικότεροι παράγοντες που αποτέλεσαν τροχοπέδη στην εφαρμογή του ΚΛΣ ήταν η έλλειψη προσωπικού, η ανυπαρξία λογιστικής κατάρτισης και η ανεπαρκής μηχανογράφηση. Από την ανάλυση παραγόντων προέκυψε ότι οι σχετικές αποκρίσεις των αρμοδίων ομαδοποιούνται α) στα χαρακτηριστικά της Δημόσιας Διοίκησης, β) στα πρακτικής φύσης προβλήματα, γ) στην έλλειψη κινητήριων προς την αλλαγή δυνάμεων και δ) στην «εκπαίδευση και συμμετοχή» των εργαζομένων. Οι ωφέλειες που προήλθαν από την εφαρμογή του ΚΛΣ σχετίζονται με την απλούστευση των διαδικασιών και το σχεδιασμό/εκτέλεση των προϋπολογισμών, ενώ ομαδοποιούνται σε 3 κύριους παράγοντες: α) αποδοτικότητα και αποτελεσματικότητα, β) ορθολογικότερη λήψη αποφάσεων και γ) ορθότερη απονομή της πληροφόρησης. Από την άλλη πλευρά τα προβλήματα που παρουσιάστηκαν κατά την εφαρμογή σχετίζονται είτε με το Π.Δ.80/97 καθαυτό είτε με το ανθρώπινο δυναμικό. Τέλος, ο διαχωρισμός των Ταμείων σε μικρά και μεγάλα βάσει διαφορετικών χαρακτηριστικών τους, κατά τη διενέργεια του t test, ανέδειξε ότι τα Ταμεία που εξυπηρετούν μικρότερο αριθμό ασφαλισμένων συναντούν ισχυρότερες αντιστάσεις από τους υπαλλήλους τους και σοβαρότερες χρονικές καθυστερήσεις κατά τη λογιστική μετάβαση, ενώ παράλληλα θεωρούν πιο πολύπλοκη την εφαρμογή του Π.Δ.80/97 από ότι τα μεγάλα σε αριθμό ασφαλισμένων Ταμεία. Από την άλλη πλευρά προέκυψε ότι οι Φ.Κ.Α. που χορηγούν σωρευτικά μεγαλύτερα ποσά συντάξεων θεωρούν σπουδαιότερη τη συμβολή του Κ.Λ.Σ. στη χάραξη στρατηγικού σχεδιασμού, στη λήψη αποφάσεων και στη βελτίωση της δυνατότητας διενέργειας ελέγχων προς απονομή ευθυνών από ότι τα μικρότερα ως προς τα οικονομικά μεγέθη Ταμεία.
|
---|