Abstract : | Η κύρια συνεισφορά της παρούσας διπλωματικής εργασίας έγκειται στην μελέτη του φαινομένου αύξησης των περιουσιακών στοιχείων υπό το πρίσμα της κερδοφορίας της επιχείρησης εξετάζοντας το φαινόμενο ξεχωριστά για τις εταιρείες με κέρδη και ζημίες για την περίοδο 2000-2019 και την υποπερίοδο 2000-2016 σε ένα ολοκληρωμένο δείγμα 21 Ευρωπαϊκών χωρών. Εξετάζουμε επίσης εάν η επίδραση της αύξησης των περιουσιακών στοιχείων στις αποδόσεις των μετοχών εξαρτάται από τα σήματα αποτίμησης που περιλαμβάνονται στις χρηματοδοτικές δραστηριότητες μετοχών καθώς και εάν η αύξηση του ενεργητικού οφείλεται σε σφάλματα προσδοκιών της αγοράς.Επιγραμματικά τα αποτελέσματα για την περίοδο 2000-2019, τόσο για τις εταιρείες με κέρδη όσο και για τις εταιρείες με ζημίες, δεν παρέχουν πληροφορίες για την επίδραση της αύξησης των περιουσιακών στοιχείων στην Ευρώπη. Ωστόσο, για την υποπερίοδο 2000-2016 διαπιστώνουμε ότι η ανωμαλία της αύξησης του ενεργητικού είναι υπαρκτή και πιο έντονη στις εταιρείες με ζημίες παρά στις εταιρείες με κέρδη σε ένα διεθνές περιβάλλον. Επιπλέον, υποστηρίζουμε ότι η σχέση μεταξύ του ρυθμού αύξησης των περιουσιακών στοιχείων και των επακόλουθων αποδόσεων των μετοχών, λαμβάνοντας υπόψη τις χρηματοδοτικές δραστηριότητες των επιχειρήσεων, είναι στατιστικά σημαντική, ενώ εμφανίζεται πιο έντονη στις εταιρείες με ζημίες παρά στις εταιρείες με κέρδη. Επιπρόσθετα, παρέχουμε στοιχεία ότι τα ασυμβίβαστα/αντικρουόμενα σήματα μεταξύ της θεμελιώδους δύναμης των επιχειρήσεων και του ρυθμού αύξησης των περιουσιακών στοιχείων οδηγούν σε υψηλότερες διαφορές αποδόσεων στις εταιρείες με ζημίες παρά στις εταιρείες με κέρδη.Συνοπτικά, τα αποτελέσματά μας συμβάλλουν στην υπάρχουσα βιβλιογραφία σχετικά με την ανωμαλία της αύξησης του ενεργητικού ως εξής:Πρώτον, η απουσία ενός καλά τεκμηριωμένου μοντέλου τιμολόγησης περιουσιακών στοιχείων για όλη την περίοδο 2000-2019 (που περιλαμβάνει σχεδόν όλη την περίοδο COVID-19), αλλά ταυτόχρονα η ισχυρή παρουσία του φαινομένου αυτού την υποπερίοδο 2000-2016, υποδεικνύει ότι ο COVID-19 μπορεί να είναι καθοριστικός για την απουσία του. Δεύτερον, η διάκριση του δείγματός μας υπό το πρίσμα της κερδοφορίας φαίνεται όντως να έχει σημαντικό ρόλο καθώς ενισχύει τα αποτελέσματα της έρευνάς μας τα οποία συμβάλλουν στη συνεχιζόμενη συζήτηση σχετικά με τους παράγοντες της ανωμαλίας, ευνοώντας την ερμηνεία της λανθασμένης τιμολόγησης. This study provides further insights regarding the asset growth anomaly in an integrated sample of 21 European countries focusing on firm’s profitability and examining the well-documented phenomenon separately for profit and loss firms for the period 2000-2019 and the sub-period 2000-2016. We also examined whether the asset growth effect on stock returns is depended by the valuation signals included in equity financing activities. We further examine whether the asset growth is driven by market expectation errors. In respect to the main period 2000-2019, the results suggest that neither there is no robust asset growth effect nor equity financing activities provide any further insights to a non-existent market puzzle. However, for the sub-period of 2000-2016 we find that the asset growth anomaly is existent and in fact more pronounced across loss rather than profit firms in an international setting. Furthermore, we support that when the signals between asset growth and firm’s strength are opposite they provide the strongest asset growth effect for both loss and profit firms, while the results remain higher with regards to loss rather than profit firms. Last but not least, we provide evidence that the incongruent signals between firms’ fundamental strength and asset growth rates lead to higher returns differences in the presence of loss firms rather than profit firms.In summary, our results contribute to existing literature on the asset growth anomaly as follows:Firstly, the non-existent well documented asset pricing puzzle in the whole period of 2000-2019 (encompassing almost all COVID-19 period in terms of stock market returns), but at the same time existent and robust in the subperiod 2000-2016, indicates that COVID-19 might be a determinant on its absence. Secondly, the discrimination of our sample into profit and loss firms indeed seem to has an important role and enhance the results behind the occurrence of the phenomenon. Last but not least, our research design contributes to the ongoing debate on the drivers of the anomaly, favouring a mispriced based explanation.
|
---|