Περίληψη : | Σκοπός της παρούσας διπλωματικής είναι να εξετάσει ποια είναι η απόδοση των μετοχών και τον τρόπο που ορίζεται η αγοραία αξία των άμεσα ρευστοποιήσιμων περιουσιακών στοιχείων των τραπεζών του ευρωπαϊκού Νότου και πώς αυτή διαφοροποιείται κατ΄έτος, καθώς και ποια είναι τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά εκείνα που επιδρούν πάνω σε αυτή την αξία πριν και κατά τη διάρκεια της χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008. Το υπό εξέταση δείγμα αποτελείται από εμπειρικές παρατηρήσεις προερχόμενες από35 συνολικά διαφορετικές τράπεζες. Συγκεκριμένα, οι χώρες που εξετάζονται είναι η Ελλάδα, η Ιταλία, η Ισπανία και η Πορτογαλία. Όλες οι παραπάνω χώρες έχουν πληγεί σε μεγάλο βαθμό από την χρηματοπιστωτική κρίση του 2008, περισσότερο δε από όλες η Ελλάδα, η κρίση της οποίας έχει πλήξει τόσο την ελληνική οικονομία και κυρίως τον τραπεζικό της κλάδο. Η εκτίμηση της αγοραίας αξίας των άμεσα ρευστοποιήσιμων περιουσιακών στοιχείων των τραπεζών, καθώς και των χαρακτηριστικών που την επηρεάζουν, πραγματοποιήθηκε βάσει του υποδείγματος των Faulkender και Wang ( 2006 ),καθώς και του υποδείγματος των Opler, Pinkowitz, Stulz και Williamson ( 1999 ) τα οποία μελετούν τα χαρακτηριστικά που επηρεάζουν τα χρηματικά διαθέσιμα και συγκεκριμένα των τραπεζών που είναι και το εξεταζόμενο δείγμα. Ο λόγος που επέλεξα να μελετήσω τις τράπεζες ως δείγμα της έρευνας μου είναι το γεγονός ότι από τις τράπεζες ξεκίνησε η χρηματοπιστωτική κρίση που έπληξε τον κόσμο και την παγκόσμια οικονομία το 2008. Χρήζει λοιπόν επιστημονικού ενδιαφέροντος και παρατήρησης η αλλαγή στην εκτίμηση τόσο της απόδοσης των τραπεζικών μετοχών όσο και της αγοραίας αξίας των άμεσα ρευστοποιήσιμων περιουσιακών στοιχείων που επήλθε πριν από την κρίση και συγκεκριμένα το 2005που έχω ορίσει σαν έτος εκκίνησης για την έρευνα μου καθώς και το 2011 που είναι το έτος λήξης της έρευνας μου, έτος που έπεται του 2008.Τα ευρήματα μου από το δείγμα των Faulkender και Wang δείχνει ότι συνολικά δεν υπάρχει μεγάλη σχέση μεταξύ της απόδοσης των μετοχών των τραπεζών (Return)και των χαρακτηριστικών που την επηρεάζουν. Αξιοσημείωτο είναι ότι από το 2005μέχρι το 2011 όσο βαθαίνει η κρίση δηλαδή η επεξηγηματικότητα του μοντέλου διευρύνεται. Επίσης, δεν παρουσιάζεται ιδιαίτερα υψηλή συσχέτιση μεταξύ της απόδοσης της μετοχής και των υπόλοιπων μεταβλητών. Χαρακτηριστικό είναι ότι υπάρχει αρνητική συσχέτιση με όλες τις μεταβλητές πλην των κερδών και των μερισμάτων. Αντίθετα τα ευρήματα μου από το υπόδειγμα των Opler, Pinkowitz, Stulz και Williamson είναι αρκετά πιο ενθαρρυντικά καθώς το μοντέλο αυτό εμφανίζει μεγαλύτερη επεξηγηματική ικανότητα καθώς υπάρχει μεγαλύτερη σχέση μεταξύ των χρηματικών διαθεσίμων των τραπεζών με τις μεταβλητές που τα επηρεάζουν. Επιπλέον παρατηρείται μία υψηλή θετική συσχέτιση κυρίως με τα περιουσιακά Τέλος, παρουσιάζονται τα γενικά συμπεράσματα της παρακάτω εργασίας καθώς και για ποιο λόγο χρησιμοποιήθηκε αυτό το δείγμα.
|
---|