Περίληψη : | Μια από τις πλέον διαδεδομένες πρακτικές που τοποθετείται εναντίον του θεμιτού ανταγωνισμού είναι η επιθετική τιμολόγηση. Η πρακτική αυτή είναι μια μονομερής στρατηγική αποκλεισμού που για να καταστεί εφικτή πρέπει να πραγματοποιηθεί από επιχειρήσεις με σημαντική δύναμη στην αγορά. Μια επιχείρηση λοιπόν με δεσπόζουσα θέση στην αγορά μπορεί να θέσει τιμές σε ένα επίπεδο που υποδηλώνει βραχυχρόνια θυσία κερδών με σκοπό να εξαλείψει τους ανταγωνιστές της και να αποκτήσει υψηλότερα κέρδη μακροχρόνια. Στο σημείο αυτό επεμβαίνει η Πολιτική Ανταγωνισμού, η οποία στο σύνολό της είναι μια δέσμη μέτρων που αποσκοπεί στο να επιτυγχάνεται η διεκπεραίωση του αποτελεσματικού και υγιούς ανταγωνισμού. Επομένως, η Πολιτική Ανταγωνισμού είναι υπεύθυνη για να καταστείλει κάθε μορφή αντί-ανταγωνιστικής ενέργεια που πλήττει ή μπορεί να πλήξει στο μέλλον το ευρύτερο κοινωνικό σύνολο και την ευημερία του. Στην πλειονότητα των περιπτώσεων η επιθετική τιμολόγηση θεωρείται παράνομη και οι Αρχές Ανταγωνισμού επιβάλλουν σημαντικές κυρώσεις στις επιχειρήσεις που την υιοθετούν.Η παρούσα εργασία στην οποία γίνεται λόγος για την συγκεκριμένη καταχρηστική πρακτική αποτελείται από πέντε κεφάλαια. Στο πρώτο κεφάλαιο αναλύεται η έννοια της Πολιτικής Ανταγωνισμού και ο σκοπός της. Επίσης, παρουσιάζεται το Δίκαιο Ανταγωνισμού και οι νόμοι που ισχύουν για την αντιμετώπιση μονομερών πρακτικών από επιχειρήσεις με σημαντική μονοπωλιακή δύναμη στις ΗΠΑ, στην Ευρώπη και στην Ελλάδα αντίστοιχα. Στη συνέχεια γίνεται λόγος για το τι είναι δεσπόζουσα θέση και πως αυτή παραδοσιακά προσεγγίζεται. Μέσα από την συγκεκριμένη έννοια προβάλλεται η οριοθέτηση της σχετικής αγοράς με τα δύο παρακλάδια της που είναι η σχετική αγορά κατά προϊόν ή υπηρεσία και η σχετική γεωγραφική αγορά. Επίσης, παρουσιάζεται και το τεστ του υποθετικού μονοπωλητή που χρησιμοποιείται για να προσδιοριστεί η σχετική αγορά προϊόντος αλλά και η σχετική γεωγραφική αγορά. Έπειτα, ορίζεται η κατάχρηση της δεσπόζουσας θέσης και η μεθοδολογία που χρησιμοποιείται για την αξιολόγηση των αντί-ανταγωνιστικών πρακτικών. Στο δεύτερο κεφάλαιο γίνεται μία γενική επισκόπηση των καταχρηστικών πρακτικών στο σύνολό τους. Πιο συγκεκριμένα, οι μονομερείς στρατηγικές αποκλεισμού χωρίζονται σε δύο κατηγορίες στις τιμολογιακές στρατηγικές στις οποίες κατατάσσεται η Επιθετική Τιμολόγηση, η Διακριτική Τιμολόγηση, η Συμπίεση Περιθωρίου Κέρδους και οι Εκπτώσεις υπό προϋποθέσεις και στις μη-τιμολογιακές στρατηγικές όπου εντάσσεται η Άρνηση Πώλησης, η Σύνδεση Προϊόντων και οι Συμβάσεις Αποκλειστικότητας. Συνεχίζοντας με το τρίτο κεφάλαιο, η ανάλυση επικεντρώνεται στην κύρια στρατηγική της συγκεκριμένης εργασίας την Επιθετική Τιμολόγηση. Αρχικά, εξηγείται ότι η πρακτική αυτή ανήκει στην κατηγορίας της επιθετικής συμπεριφοράς και έπειτα παρουσιάζεται διεξοδικά η έννοια αυτής της στρατηγικής. Επίσης στο τρίτο κεφάλαιο γίνεται η εμφάνιση της Σχολής του Σικάγο και της θεωρίας της «βαθιάς» τσέπης αλλά και οι ισχυρισμοί του McGee (1958), που προσπαθούν να ερμηνεύσουν κατά πόσο η επιθετική τιμολόγηση είναι ορθολογική. Το τέλος του τρίτου κεφαλαίου είναι αφιερωμένο στα υποδείγματα της επιθετικής τιμολόγησης τα οποία χωρίζονται σε δύο κατηγορίες. Η πρώτη αφορά στα υποδείγματα κάτω από τέλεια πληροφόρηση, το Chain-Store Paradox του Selten (1978) ανήκει σε αυτή την κατηγορία και η δεύτερη στα υποδείγματα κάτω από ατελή πληροφόρηση, η οποία4περιέχει τρεις τύπους μοντέλων, τα μοντέλα που δημιουργούν φήμη για επιθετικότητα (Reputation models), τα μοντέλα σηματοδότησης χαμηλού κόστους (Signaling models) και τα μοντέλα που λαμβάνουν υπόψη τους χρηματοοικονομικούς περιορισμούς (Financial market models of “deep pocket”).Στο τέταρτο κεφάλαιο αναφέρεται πως γίνεται η αναγνώριση της επιθετικής τιμολόγησης. Στην αρχή του κεφαλαίου αυτού διαφοροποιείται η επιθετική από την ανταγωνιστική συμπεριφορά, καθώς εύκολα οι συμπεριφορές αυτές συγχέονται. Έπειτα, παρουσιάζονται αναλυτικά οι προσεγγίσεις της επιθετικής τιμολόγησης. Υπάρχουν έλεγχοι που γίνονται σχετικά με το κόστος οι οποίοι μπορούν να εξαγάγουν συμπεράσματα για το αν πρόκειται για επιθετική συμπεριφορά ή όχι. Τους συγκεκριμένους ανέλυσα οι Areeda και Turner (1975) αλλά και ο Posner (1976). Επίσης, ο Bork (1978), McGee (1980) και Easterbrook (1981), o Williamson (1977), ο Baumol (1979), o Craswell και Fratrik (1986), καθώς και ο Scherer (1976) και Philps (1987) ασχολήθηκαν με τους κανόνες αποτροπής που πρέπει να χρησιμοποιούνται ώστε να αποφεύγεται η επιθετική τιμολόγηση. Πρόσθετα αναφέρεται και η προσέγγιση δύο σταδίων (Two-tier approach) που απασχόλησε πολλούς οικονομολόγους όπως τους Joskow και Klevorick (1979) αλλά και τον Motta (2004). Η μεθοδολογία όμως που επικράτησε ήταν αυτή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής η οποία παρουσιάζεται στο τέλος του κεφαλαίου αυτού πριν από κάποιους συμπληρωματικούς παράγοντες που χρησιμοποιούνται για την αναγνώριση της επιθετικής τιμολόγησης.Η συγκεκριμένη διπλωματική εργασία ολοκληρώνεται με το πέμπτο κεφάλαιο, με κάποια παραδείγματα επιχειρήσεων που έγιναν στόχος της Πολιτικής Ανταγωνισμού λόγω της επιθετικής τους συμπεριφοράς. Παρουσιάζονται και ευρωπαϊκές αλλά και αμερικάνικες υποθέσεις. Μέσα από τις υποθέσεις αυτές γίνεται αντιληπτό το γεγονός ότι κάποιες φορές είναι δύσκολο οι Αρχές Ανταγωνισμού να αποδείξουν την ύπαρξη επίθεσης. Παρόλα αυτά οι συγκεκριμένες υποθέσεις (case studies) δείχνουν την πρακτική πλευρά της στρατηγικής αποκλεισμού που μας απασχολεί καθ’ όλη την παρούσα εργασία και δεν είναι άλλη από την επιθετική τιμολόγηση.
|
---|