Περίληψη : | Στην σημερινή Οικονομία της Γνώσης κανένα μέλος ακαδημαϊκών κοινοτήτων, κανονιστικό σωματείο ή διεθνής οργανισμός δεν μπορεί να αμφισβητήσει τον κορυφαίο ρόλο των άυλων περιουσιακών στοιχείων ως προς την δημιουργία και την ενίσχυση της εταιρικής αξίας/απόδοσης, όπως επίσης και στην απόκτηση συγκριτικού πλεονεκτήματος για τις επιχειρήσεις ανά την υφήλιο. Διπλώματα ευρεσιτεχνίας, εμπορικές επωνυμίες, πατέντες, λογισμικά προγράμματα και άδειες χρήσης είναι μόνο μερικά από τα περιουσιακά αυτά στοιχεία, για την δημιουργία και εσωτερική/εμπορική χρήση των οποίων πολλές οικονομικές οντότητες είναι διατεθειμένες να επενδύσουν τεράστια χρηματικά ποσά σε ετήσια βάση.Παρά την σπουδαιότητα των άυλων αυτών στοιχείων για τις εταιρείες παγκοσμίως, καθώς κρίνονται απαραίτητα για την ολοκλήρωση των παραγωγικών τους δραστηριοτήτων, αλλά και το σημαντικό ποσοστό που αντιπροσωπεύουν στο σύνολο ενεργητικού των εταιρειών αυτών, εντούτοις εθνικά και διεθνή λογιστικά πρότυπα περιορίζουν, μέσω της επιβολής κριτηρίων και κανονισμών, όχι μόνον την αναγνώρισή τους στις χρηματοοικονομικές καταστάσεις, αλλά και την αποκάλυψη πληροφοριών ζωτικής σημασίας επί των στοιχείων αυτών. Η έλλειψη αυτή ουσιώδους πληροφόρησης αναφορικά με τους πιο σημαντικούς παράγοντες δημιουργίας πλούτου των επιχειρήσεων μπορεί να επηρεάσει σε μεγάλο βαθμό επενδυτικές και πιστωτικές αποφάσεις, με αποτέλεσμα ομάδες χρηστών των εν λόγω καταστάσεων να απαιτούν μια πιο ολοκληρωμένη εικόνα των άυλων στοιχείων ενεργητικού των εταιρειών και των πρακτικών που εφαρμόζουν σε σχέση με την γνωστοποίησή τους στα μέλη των ομάδων αυτών.Προς τον σκοπό αυτόν, μέσω της διπλωματικής αυτής εργασίας, επιχειρείται η διερεύνηση των (λογιστικών) πρακτικών αναγνώρισης και αποκάλυψης/γνωστοποίησης πληροφοριών σχετικά με τα άυλα περιουσιακά στοιχεία (ή αλλιώς ασώματες ακινητοποιήσεις) των ελληνικών επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται σε κλάδους με μεγάλη αναλογία χρήσης των άυλων αυτών πόρων. Χρησιμοποιώντας ένα περιγραφικό πλαίσιο, με βάση το οποίο τα ανωτέρω στοιχεία χωρίζονται σε διακριτές κατηγορίες, και μια μεθοδολογία έρευνας η οποία είναι ευρύτατα διαδεδομένη σε ερευνητικές μελέτες παρόμοιου περιεχομένου για την ανάλυση του όγκου των χρηματοοικονομικών και μη δεδομένων των εταιρειών, προέκυψαν μια σειρά από χρήσιμα ευρήματα.Σύμφωνα με τα τελευταία, οι περισσότερες ελληνικές επιχειρήσεις των κλάδων που επιλέχθησαν για τις ανάγκες της συγκεκριμένης έρευνας (Πληροφορική, Φαρμακευτική και Βιοτεχνολογία) αναγνωρίζουν στις δημοσιευμένες τους οικονομικές καταστάσεις αρκετές από τις προαναφερθείσες κατηγορίες άυλων περιουσιακών στοιχείων. Βέβαια, είναι απαραίτητο να σημειωθεί ότι ηπλειοψηφία των εταιρειών του επιλεχθέντος δείγματος γνωστοποιεί ένα μέτριο έως χαμηλό εύρος επιπρόσθετων πληροφοριών επί των κατηγοριών αυτών με αποτέλεσμα να μην καλύπτονται όλες οι ανάγκες πληροφόρησης των ομάδων συμφερόντων και, κυρίως των επενδυτών, ενώ το μέτριο/χαμηλό αυτό επίπεδο αποκάλυψης/γνωστοποίησης, εκτός του ότι έχει εντοπιστεί σε έρευνες που έχουν διεξαχθεί σε αντίστοιχες επιχειρήσεις άλλων χωρών, συνδέεται ελαφρώς αρνητικά με μετρικές απόδοσης.
|
---|