Περίληψη : | Ίσως οι οικονομικές συνθήκες να μην ήταν ποτέ τόσο δυσμενείς, που να επιβάλλουν μια κοινή επισκόπηση στον τόσο ζωτικό τομέα της ενέργειας. Από το 2005 και έπειτα η τιμή του πετρελαίου παρουσιάζει αλματώδεις αυξήσεις με καμία ένδειξη για τάσεις μείωσης, ενώ η Ρωσία το 2006 σταματάει προσωρινά τις εξαγωγές φυσικού αερίου στην ΕΕ. Επιπλέον, οι σημαντικές αλλαγές στο κλίμα και οι μάλλον ισχνές προσπάθειες εκπλήρωσης των στόχων του Πρωτόκολλου Κιότο αποτέλεσαν την αφετηρία δημιουργίας μιας θεσμοθετημένης ενεργειακής πολιτικής.Το 2007 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή παρουσίασε το πρώτο έγγραφο που παγίωνε την ενεργεία ως ένα σαφή τομέα άσκησης ενεργειακής πολιτικής. Ο τομέας της ενέργειας, έτσι όπως έχει διαμορφωθεί επηρεάζει σε μεγάλο βαθμό σχεδόν όλες τις πολιτικές της ΕΕ και αυτό, γιατί αποτελεί τον πυρήνα κάθε οικονομικής δραστηριότητας. Κατά συνέπεια, η σταθερότητα της ευρωπαϊκής οικονομίας είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τις αυξομειώσεις τόσο των τιμών, όσο και των ποσοτήτων των ενεργειακών πόρων. Ενεργειακών πόρων, που ως επί το πλείστον, έτσι όπως έχει παγιωθεί το ενεργειακό μείγμα της ΕΕ χαρακτηρίζονται από υψηλό κόστος εξάρτησης από εισαγωγές, αλλά και υψηλό περιβαλλοντικό και κοινωνικό κόστος. Σε αυτό το έγγραφο «Ενεργειακή Πολιτική για την Ευρώπη» παρουσιάστηκαν και στόχοι της ΕΕ όσο αναφορά την ενεργειακή πολιτική. Τρεις είναι οι πρωταρχικοί στόχοι, που αφορούν στην ασφάλεια του εφοδιασμού, στην περιβαλλοντική προστασία κατά την χρήση των ενεργειακών πόρων και στην ενίσχυση του ευρωπαϊκού ανταγωνισμού στην παγκόσμια ενεργειακή αγορά. Οι εν λόγω στόχοι έτσι, όπως έχουν διαμορφωθεί αντικατοπτρίζουν τις σύγχρονές ανάγκες μιας νέας πράσινης ενεργειακής αγοράς και είναι άρρηκτα συνδεδεμένοι μεταξύ τους. Δηλαδή η υλοποίηση κάποιου από αυτούς τους στόχους ενέχει την αναγκαιότητα συμβατότητας και με τους υπόλοιπους δύο. Για παράδειγμα, η επίτευξη της ενεργειακής ασφάλειας πρέπει να γίνεται με τέτοιο τρόπο και να χρησιμοποιούνται τέτοια μέσα, ώστε να διασφαλίζεται συρρίκνωση του περιβαλλοντικού και επομένως κοινωνικού κόστους κατά την χρησιμοποίηση των ενεργειακών πόρων, αλλά και να υπάρχει δυνατότητα προώθησης του ανταγωνισμού σε κοινοτικό και παγκόσμιο επίπεδο. Ακόμη, αναφέρεται η αναγκαιότητα για την επίσπευση χρησιμοποίησης των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας ως ένα ενδεικτικό μέσο άσκησης και επίτευξης των ενεργειακών στόχων, που αναφέρθηκαν άνωθεν. Οι τρεις κυρίαρχες πηγές ενέργειας της ΕΕ ο άνθρακας, το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο παρουσιάζουν περιπλοκότητες, που έχουν οδηγήσει την ΕΕ σε κλονισμό της ενεργειακής της ασφάλειας, καθώς οι πηγές αυτές χαρακτηρίζονται από υψηλές τιμές όχι μόνο κατά την παραγωγή και εισαγωγή τους, αλλά κυρίως διαμορφώνοντας μια πολύ υψηλή τιμή για τους τελικούς καταναλωτές τους. Αν αναλογιστεί κανείς, ότι στην τιμή που δέχονται οι καταναλωτές, είτε ως ιδιώτες είτε ως εταιρίες, πλέον συνυπολογίζεται και το κόστος περιβαλλοντικής μόλυνσης, κατανοεί την ανάγκη για άμεση αναθεώρηση του τρόπου εξόρυξης, προμήθειας, παραγωγής και κατανάλωσης των ενεργειακών πόρων. Επιπλέον, έχει καταστεί σαφές, ότι υπάρχει αδυναμία υπολογισμού του κοινωνικού κόστους καύσης του άνθρακα και τα ενδεικτικά μέτρα, όπως οι εμπορεύσιμες άδειες ρύπων του διοξειδίου του άνθρακα, οδηγούν σε ασταθείς αγορές ενέργειας και αμφισβητήσιμα βραχυπρόθεσμα αποτελέσματα. Η ΕΕ έχει στραφεί πλέον στις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας, ως πηγές φιλικότερες προς το περιβάλλον, που ενισχύουν τον τοπικό, περιφερειακό και ευρωπαϊκό ανταγωνισμό και αναδιαμορφώνουν πολλούς επιμέρους τομείς, όπως λιγότερες εισαγωγές δαπανηρών και ρυπογόνων ενεργειακών πόρων. Επιπλέον, ενισχύει την επίσπευση εφαρμογής τεχνολογιών, που αποσκοπούν στην ενεργειακή αποδοτικότητα, με σκοπό την εκπλήρωση των ενεργειακών της στόχων. Οι άνωθεν τομείς, οι ΑΠΕ και η ενεργειακή αποδοτικότητα, αποτελούν τα ενδεδειγμένα μέσα αναδιαμόρφωσης της ενεργειακής πολιτικής, που μπορούν να εφαρμοστούν άμεσα και τα αποτελέσματα να έχουν μεν μακροχρόνια θετικές συνέπειες, ωστόσο να είναι εμφανή σε μικρό χρονικό ορίζοντα. Η συνεχής τεχνολογική καινοτομία στον ενεργειακό τομέα, όπως η εφαρμογή της τεχνολογίας δέσμευσης και αποθήκευσής του άνθρακα, η δημιουργία αποδοτικών δικτύων μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας και η δεύτερη γενιά βιοκαυσίμων, αποτελούν τις βάσεις για την δημιουργία μιας ευρωπαϊκής αγοράς ενέργειας, που θα χαρακτηρίζεται από αειφορία και θα είναι ιδιαίτερα ανταγωνιστική στο παγκόσμια στερέωμα. Επιπλέον έχει οριστεί, ποιός θα είναι ο βαθμός εμπλοκής του κρατικού παρεμβατισμού, ώστε να αποφευχθούν μεμονωμένες εθνικές πολιτικές, που θα οδηγήσουν σε ισχυρά ανταγωνιστικά μονοπώλια. Οι στόχοι της ΕΕ είναι απόλυτα αναγκαίοι και ρεαλιστικοί. Ο δρόμος για την επίτευξή τους, ωστόσο αναμένεται να χαρακτηριστεί από αντιπαραθέσεις και δυσκολίες, κυρίως λόγω του τρόπου λήψης αποφάσεων στον τομέα της ενεργειακής πολιτικής και των αντιθέσεων που παρουσιάζουν μεταξύ τους τα κράτη-μέλη.
|
---|