Περίληψη : | Σκοπός της διατριβής αυτής είναι η εμπειρική διερεύνηση της σχέσης χειραγώγησης των αποτελεσμάτων και ύψους επενδυτικών δαπανών, καθώς επίσης σε ένα δεύτερο επίπεδο να προτείνει και να ελέγξει εμπειρικά το μηχανισμό μέσω του οποίου δημιουργείται και εξηγείται το αποτέλεσμα αυτό. Περαιτέρω και προκειμένου να αποσαφηνιστεί ο οικονομικός αντίκτυπος του μηχανισμού αυτού θα εξεταστεί η επίδρασή του στην μελλοντική αποδοτικότητα. Είναι κοινός τόπος ότι οι διοικούντες τις επιχειρήσεις καταφεύγουν σε ενέργειες χειραγώγησης των αποτελεσμάτων προκειμένου να επιτύχουν πιο ευνοϊκή εικόνα για την επιχείρηση σε σχέση με τις εξωτερικές ομάδες ενδιαφέροντος (μέτοχοι, πιστωτές, τράπεζες κ.τ.λ.). Οι Healy και Wahlen (1999) αναφέρουν ότι, στις σχετικές με την χειραγώγηση των κερδών ερευνητικές προσπάθειες, πολύ λίγη προσοχή είχε δοθεί στο θέμα του κατά πόσο η χειραγώγηση των αποτελεσμάτων επηρεάζει τις πραγματικές αποφάσεις των επιχειρήσεων, βασικό υποσύνολο των οποίων βεβαίως αποτελούν οι επενδυτικές αποφάσεις. Έκτοτε μια σειρά από ερευνητικές προσπάθειες αναφέρονται στο θέμα της επίδρασης των ενεργειών χειραγώγησης κερδών στις επενδυτικές αποφάσεις. Παρόλα αυτά όμως, σχετικά πρόσφατα οι Link, Neter and Shu (2013) ισχυρίζονται ότι παρά την μεγάλη προσοχή που έχει γνωρίσει το θέμα των διαφοροποιημένων δεδουλευμένων, ο τρόπος που επηρεάζει τις επιχειρηματικές αποφάσεις δεν έχει γίνει ακόμα επαρκώς κατανοητός. Η προσπάθεια που αναλαμβάνεται με το παρόν σκοπεί να συνεισφέρει στην κατανόηση αυτής της σχέσης, και ιδιαίτερα στο μέρος των πραγματικών αποφάσεων που αφορά την επενδυτική πολιτική. Επίσης θα πρέπει να επισημανθεί ότι στην διεύρυνση που θα ακολουθήσει εκτός από την χειραγώγηση μέσω διαφοροποιημένων δεδουλευμένων θα συμπεριλάβουμε και την χειραγώγηση μέσω πραγματικών ενεργειών, λόγω του ότι αυτή η επιλογή της χειραγώγησης απαντάται συχνά τα τελευταία χρόνια (Graham et al. 2005).Το ύψος των επενδυτικών δαπανών των επιχειρήσεων είναι συνιστάμενη δύο παραγόντων. Πρώτος παράγοντας είναι οι επενδυτικές ευκαιρίες που διαβλέπει η επιχείρηση ότι υπάρχουν. Δεύτερος παράγοντας είναι η δυνατότητες που έχει η επιχείρηση να χρηματοδοτήσει επενδυτικά σχέδια. Στην πραγματικότητα η επενδυτική πολιτική είναι ένα ζήτημα που καθορίζεται με την ταυτόχρονη επίδραση και των δύο παραγόντων που αναφέρθηκαν. Αυτό συμβαίνει διότι προκειμένου να καθοριστεί εάν ένα επενδυτικό σχέδιο θα αυξήσει την αξία της εταιρείας, θα πρέπει πέραν όλων των άλλων να ληφθεί υπ’ όψιν και το κόστος κεφαλαίου, πράγμα που σαφώς εξαρτάται από τις χρηματοδοτικές επιλογές που θα γίνουν. Είναι συνεπώς κατανοητό ότι επενδυτικές και χρηματοδοτικές αποφάσεις λαμβάνονται ταυτόχρονα. Η χειραγώγηση των αποτελεσμάτων επιδρά στην επενδυτική πολιτική μέσω δύο τρόπων. Κάθε ένας από αυτούς τους τρόπους σχετίζεται με ένα από τα παραπάνω αναφερθέντα δύο είδη αποφάσεων που συν-προσδιορίζουν την επενδυτική πολιτική. Ο πρώτος τρόπος είναι ότι η χειραγώγηση των αποτελεσμάτων του παρόντος επιδρά στην διαμόρφωση των προσδοκιών για την μελλοντική κερδοφορία και ο δεύτερος είναι ότι η χειραγώγηση των αποτελεσμάτων φαίνεται να επιδρά στην δυνατότητα και στους όρους με τους οποίους γίνεται η αναζήτηση εξωτερικής χρηματοδότησης η οποία θα χρησιμοποιηθεί για την πραγματοποίηση των επενδυτικών δαπανών. Πέρα από τον έλεγχο της επίδρασης της χειραγώγησης των αποτελεσμάτων στην επενδυτική πολιτική, στόχος της διατριβής είναι να προτείνει και να ελέγξει έναν μηχανισμό δια μέσω του οποίου εξηγείται αυτή η επίδραση. Ακόμα, στόχος της διατριβής είναι να εξεταστούν τυχόν απώλειες αποτελεσματικότητας από την επίδραση της χειραγώγησης στην επενδυτική δαπάνη. Η διατριβή διαρθρώνεται με ένα τρόπο που ακολουθεί το πλαίσιο των στόχων που αναφέρονται στην προηγούμενη παράγραφο. Συνεπώς η διατριβή χωρίζεται σε τρία μέρη, κάθε ένα εκ’ των οποίων αφιερώνεται σε ένα από τους παραπάνω τρείς στόχους. Εκτιμάται ότι η επιλογή αυτή ασφαλέστερα θα οδηγήσει σε μεγαλύτερη σαφήνεια στην κατανόηση των ερωτημάτων και των συμπερασμάτων που θα προκύψουν. Το πρώτο μέρος της διατριβής, που αποτελείται από τα τρία πρώτα κεφάλαια, αφιερώνεται στο ερώτημα εάν η χειραγώγηση επηρεάζει το ύψος της επενδυτικής δαπάνης. Στην πραγματικότητα πρόκειται για μία ακόμη συνεισφορά στο ζήτημα, καθώς οι έως τώρα απαντήσεις στο ζήτημα (στο πρόσημο της επίδρασης δηλαδή) είναι αντικρουόμενες. Το πρώτο κεφάλαιο ξεκινά με μια αναφορά στις έως τώρα προσπάθειες να εξετασθεί το ζήτημα της επίδρασης της χειραγώγησης στο ύψος της επενδυτικής δαπάνης. Ακολουθεί η ανάπτυξη του ερμηνευτικού πλαισίου μέσω του οποίου οδηγούμαστε στην ανάπτυξη των υποθέσεων. Εκεί, πέρα από την υπόθεση για την επίδραση της χειραγώγησης στην επενδυτική δαπάνη, αναπτύσσονται και οι υποθέσεις που αφορούν στο αν η σχέση χειραγώγησης και επενδυτική δαπάνης εξαρτάται από τους χρηματοοικονομικούς περιορισμούς ή από την ύπαρξη τυχόν ιδιαιτέρου κινήτρου της επιχείρησης να εμπλακεί σε επιλογές χειραγώγησης των αποτελεσμάτων της. Στο δεύτερο κεφάλαιο αναπτύσσονται τα υποδείγματα που θα χρησιμοποιηθούν τόσο για την αναγνώριση των επιχειρήσεων με ενδείξεις χειραγώγησης, όσο και των υποδειγμάτων που θα χρησιμοποιηθούν για το έλεγχο των υποθέσεων που αναπτυχτήκαν στο πρώτο κεφάλαιο. Σχετικά με τα υποδείγματα για την χειραγώγηση, θα παρουσιαστούν τα υποδείγματα που αφορούν στην εξεύρεση ενδείξεων χειραγώγησης τόσο μέσω διαφοροποιημένων δεδουλευμένων όσο και μέσω πραγματικών ενεργειών. Το τρίτο κεφάλαιο ξεκινά με την παρουσίαση του δείγματος που θα χρησιμοποιηθεί. Ακολουθεί η αναφορά κάποιων μέτρων περιγραφικής στατιστικής. Κατόπιν παρουσιάζονται τα αποτελέσματα που προκύπτουν από την εκτίμηση των υποδειγμάτων για την ανεύρεση των επιχειρήσεων για τις οποίες προκύπτουν ενδείξεις χειραγώγησης με βάση τα εφαρμοζόμενα υποδείγματα. Στη συνέχεια ακολουθεί η παρουσίαση των αποτελεσμάτων των εκτιμήσεων των υποδειγμάτων για τον έλεγχο των τριών πρώτων υποθέσεων. Επίσης παρουσιάζονται τα συμπεράσματα από τον έλεγχο των υποθέσεων αυτών. Στο σημείο αυτό θα γίνουν δύο διευκρινίσεις. Η πρώτη είναι ότι το δείγμα που θα παρουσιαστεί στην πρώτη παράγραφο του τρίτου κεφαλαίου είναι αυτό που θα χρησιμοποιηθεί και στα τρία μέρη της διατριβής. Η δεύτερη διευκρίνηση είναι ότι ένα μέρος από το περιεχόμενο του δευτέρου και του τρίτου κεφαλαίου αφιερώνεται στην ανάπτυξη των υποδειγμάτων που θα χρησιμοποιηθούν για ανίχνευση ενδείξεων χειραγώγησης των αποτελεσμάτων και στα αποτελέσματα των εκτιμήσεων αυτών των υποδειγμάτων. Η σηματοδότηση των επιχειρήσεων για τις οποίες θεωρούμε ότι υπάρχει ένδειξη ενεργειών χειραγώγησης γίνεται με βάση τα αποτελέσματα που παρουσιάζονται στο τρίτο κεφάλαιο. Αυτή σηματοδότη ενδείξεων χειραγώγησης δεν θα χρησιμοποιηθεί μόνο για τις ανάγκες του πρώτου μέρους, αλλά και για τα υπόλοιπα δύο. Συνεπώς, ο προσδιορισμός της μεταβλητής που σηματοδοτεί την ύπαρξη ενδείξεων χειραγώγησης των αποτελεσμάτων θα γίνει στο πρώτο μέρος αλλά οι μεταβλητές αυτές θα χρησιμοποιηθούν και στα τρία μέρη της διατριβής.Το δεύτερο μέρος της διατριβής αφιερώνεται στην ανάπτυξη και τον έλεγχο εγκυρότητας ενός μηχανισμού που αφορά στο πώς η χειραγώγηση επιδρά τελικά στην επενδυτική πολιτική. Ο μηχανισμός αυτός, ο οποίος αναπτύσσεται στο τέταρτο κεφάλαιο, βασίζεται στην υπόθεση ότι η μειωμένης ποιότητας λογιστική πληροφόρηση που συνεπάγεται η χειραγώγηση των αποτελεσμάτων οδηγεί σε στρεβλώσεις και τριβές στην αναζήτηση εξωτερικής χρηματοδότησης, που με την σειρά τους αντανακλούνται στην επενδυτική πολιτική. Στο πέμπτο κεφάλαιο παρουσιάζονται τα υποδείγματα που θα χρησιμοποιηθούν για τον έλεγχο των ζητημάτων που τέθηκαν στο προηγούμενο κεφάλαιο. Ακολούθως, παρατίθενται τα αποτελέσματα για τον έλεγχο των υποθέσεων σχετικά με την εγκυρότητα του σκεπτικού που αναπτύχθηκε στο τέταρτο κεφάλαιο. Το τρίτο μέρος της διατριβής αφιερώνεται στην προσπάθεια εξεύρεσης ενδείξεων για το εάν η επίδραση της χειραγώγησης των αποτελεσμάτων στην επενδυτική πολιτική οδηγεί σε απώλειες αποτελεσματικότητας. Στο έκτο κεφάλαιο αναπτύσσεται το σκεπτικό πάνω στο οποίο βασίζεται η υπόθεση για τον έλεγχο σε επίπεδο απώλειας αποτελεσματικότητας. Επίσης στο ίδιο κεφάλαιο παρατίθεται και η μεθοδολογία που θα ακολουθηθεί για τον σχετικό έλεγχο. Ακολουθεί το έβδομο κεφάλαιο, στο οποίο παρουσιάζονται τα αναλυτικά αποτελέσματα που προέκυψαν από την εφαρμογή της μεθοδολογίας του προηγούμενου κεφαλαίου στα δεδομένα του δείγματός μας. Επίσης, παρατίθεται και η σχετική συζήτηση επί των ευρημάτων. Η συνεισφορά της διατριβής αυτής έγκειται στο ότι έρχεται να εμπλουτίσει τα αποτελέσματα που αφορούν στο πεδίο του πώς η χειραγώγηση των αποτελεσμάτων επιδρά στις πραγματικές αποφάσεις των επιχειρήσεων. Σε αντίθεση με άλλες πλευρές της στρεβλωτικής επίδρασης της χειραγώγησης των αποτελεσμάτων που έχουν ερευνηθεί επαρκώς, το ζήτημα ύπαρξης ή μη στρεβλωτικής επίδρασης σε επίπεδο πραγματικών αποφάσεων χρήζει περαιτέρω αναζητήσεων. Η βασική πρωτοτυπία της διατριβής αυτής βρίσκεται στο γεγονός ότι προτείνει και ελέγχει έναν άμεσο μηχανισμό μέσω του οποίου η χειραγώγηση των αποτελεσμάτων στρεβλώνει την επενδυτική πολιτική. Ο μηχανισμός αυτός χρησιμοποιεί το επιχείρημα της αρνητικής επίδρασης της ασυμμετρίας πληροφόρησης είτε στην εξεύρεση επαρκών εξωτερικών χρηματοδοτικών πόρων είτε/και στο κόστος αυτών των χρηματοδοτικών πόρων, που θα χρησιμοποιηθούν για την χρηματοδότηση των επενδυτικών σχεδίων.
|
---|