Περίληψη : | Με την παρούσα εργασία εξετάζεται ο τρόπος αντιμετώπισης των συμφωνιών franchising από το δίκαιο ανταγωνισμού ύστερα από την κατάργηση του Κανονισμόυ 4087/1988, ο οποίος εφαρμοζόταν μέχρι τις 31.12.2000, και ρύθμιζε αποκλειστικά την εφαρμογή του άρθρου 81 §3 σε κατηγορίες συμφωνιών franchising. Περιγράφεται δηλαδή η νέα κοινοτική νομοθεσία 2790/1999, με την οποία η Επιτροπή νομιμοποίησε το franchising ως σύστημα διανομής αγαθών και υπηρεσιών, αναγνωρίσε τις σημαντικές του ιδιαιτερότητες απέναντι στα πιο παραδοσιακά αντίστοιχα συστήματα και εφοδίασε κάθε επιχειρηματία ο οποίος θέλει να αναπτύξει με αυτήν την μέθοδο την επιχειρηματική του δραστηριότητα, με ένα πολύ χρήσιμο «οδηγικό χάρτη».Όσον αφορά το πρώτο κεφάλαιο της εργασίας, αυτό αναφέρεται στον κανόνα της λογικής «rule of reason» στα πλαίσια του Κοινοτικού Δικαίου του Ανταγωνσμού. Αρχικά, γίνεται μια αναφορά σχετκά με την έννοια και την καταγωγή της θεωρίας του «rule of reason», στην συνέχεια εξετάζεται η εφαρμογή του κανόνα της λογικής στο κοινοτικό δίκαιο ανταγωνισμού και συγκεκριμένα η αποδοχή της θεωρίας αυτής στην υπόθεση pronuptia. Τέλος, αναλύεται η χρησιμότητα της θεωρητικής αυτής προσέγγισης αλλά και η αποδοχή της στην Κοινοτική Έννομη Τάξη. Στο δεύτερο κεφάλαιο προχωράμε σε μια συνοπτική ανάλυση των βασικών ρυθμίσεων του Κανονισμού 2790/1999 της Επιτροπής της ΕΕ για τις συμφωνίες Franchising. Αρχικά, παραθέτουμε την εννοιολογική προσέγγιση του όρου Franchising, όπως αυτή δίνεται από τις Κατευθυντήριες Γραμμές για τους κάθετους περιορισμούς, οι οποίες παρουσιάζουν τις αρχές αξιολόγησης των κάθετων συμφωνιών και συμβάλλουν στην ερμηνεία του Κανονισμού 2790/1999. Στην συνέχεια, αναφέρεται η πρόβλεψη για το επιτρεπτό όριο του μεριδίου αγοράς που μπορεί να διαθέτει ο προμηθευτής για την εφαρμογή του ευεγερτήματος ομαδικής απαλλαγής. Επίσης, τονίζονται τα οφέλη που επέφερε για τον θεσμό της δικαιόχρησης και γενικά για τις κάθετες συμφωνίες η τροποποίηση του Κανονισμού 17/62 για την προληπτική κοινοποίηση της συμφωνίας στην Επιτροπή. Τέλος, γίνεται αναφορά στις κύριες υποχρεώσεις του δικαιοπάροχου-δότη και δικαιοδόχου-λήπτη. Στο τρίτο κεφάλαιο, γίνεται μια εκτενής μελέτη για τους λεγόμενους περιορισμούς ιδιαίτερης σοβαρότητας (Μαύρη Λίστα)του άρθρου 4 του Κανονισμού 2790/1999, οι οποίοι από την στιγμή που υφίστανται σε μία κάθετη συμφωνία το ευεργέτημα της ομαδικής απαλλαγής χάνεται για το σύνολο της συμφωνίας, ανεξάρτήτως του μεριδίου που διαθέτει η συγκεκριμένη επιχείρηση (έστω κάτω από το de minimis όριο 10%). Συγκεκριμένα, εξετάζεται ο τρόπος αντιμετώπισής τους, τόσο με τον νέο κανονισμό 2790/1999 όσο και με τον παλαιότερο κανονισμό για τις συμφωνίες δικαιόχρησης 4087/1988, από την στιγμή βέβαια που αυτές οι απαγορευμένες ρήτρες υφίστανται στο δοκίμιο των συμφωνιών δικαιόχρησης, είτε με την μορφή υποχρεώσεων του δικαιοδόχου είτε με την μορφή υποχρεώσεων του δικαιοπάροχου. Επίσης, παρόμοια μελέτη γίνεται και στο τέταρτο κεφάλαιο, οπου η έμφαση, αυτή τη φορά δίνεται στο άρθρο 5 του Κανονισμού 2790/1999. Το άρθρο 5 αφορά υποχρεώσεις που λαμβάνουν τα μέρη, δηλαδή συμβατικές ρήτρες οι οποίες απαγορεύονται, αν όμως οι ρήτρες αυτές αποχωρισθούν από τη συμφωνία δικαιόχρησης (το ίδιο ισχύει για όλες τις κάθετες συμφωνίες που αφορά ο Κανονισμός 2790), η συμφωνία εμπίπτει στην κατά κατηγορίες απαλλαγή. Χαρακτηριστικό είναι ότι στο τρίτο και τέταρτο μέρος παρατίθενται κάποιες αποφάσεις του ΔΕΚ, της Ελληνικής Επιτροπής Ανταγωνισμού, και των Ελληνικών Δικαστηρίων, σχετικά με ρήτρες οι οποίες δεν υπακούουν στις διατάξεις των άρθρων 4 και 5 του Κανονισμού.
|
---|