Περίληψη : | Ένα από τα ζητήματα που έχει αποτελέσει αντικείμενο ποικίλων ερευνών και συζητήσεων τόσο για την επιστημονική κοινότητα όσο και για τους συμμετέχοντες στην αγορά είναι αυτό των δημοσίων εγγραφών. Η εργασία αυτή έχει σκοπό να εξετάσει το φαινόμενο της υποτιμολόγησης των δημοσίων εγγραφών στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών. Με την ορολογία αυτή χαρακτηρίζεται ουσιαστικά το φαινόμενο, που παρατηρείται στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό, οι τιμές των μετοχών εταιρειών που εισάγουν τις μετοχές τους στο Χρηματιστήριο να παρουσιάζουν μια εξαιρετικά ανοδική συμπεριφορά τους πρώτους μήνες μετά την πρώτη ημέρα διαπραγμάτευσής τους. Συνοπτικά, η αιτία αυτού του φαινόμενου έγκειται στο γεγονός ότι οι εταιρείες εισάγουν τις μετοχές τους στο Χρηματιστήριο, μέσω των αναδόχων τους, σε τιμές χαμηλότερες της πραγματικής τους αξίας, έτσι ώστε αυτές να καθίστανται ελκυστικότερες στο επενδυτικό κοινό.Στην παρούσα εργασία διερευνάται η διαδικασία της Αρχικής Δημόσιας Εγγραφής και ειδικότερα το ύψος των αρχικών αποδόσεων. Στόχος τη εργασίας είναι η παρουσίαση του θεσμικού πλαισίου που ισχύει σήμερα στη χώρα μας για το Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών, η παρουσίαση των θεωριών που έχουν αναπτυχθεί τις τελευταίες δεκαετίες και εξηγούν την υποτιμολόγηση των Αρχικών Δημόσιων Εγγραφών και η εμπειρική διερεύνηση της υποτίμησης σε ένα δείγμα Δημοσίων Εγγραφών που πραγματοποιήθηκαν την περίοδο 1990 – 2006 στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών και η προσπάθεια ερμηνείας των αποτελεσμάτων.Από την ανάλυση των τιμών των μετοχών των νεοεισερχόμενων εταιρειών στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών την περίοδο 1990-2006 προκύπτει σημαντική υποτίμηση στις τιμές εισαγωγής τους. Επιβεβαιώθηκε δηλαδή για την συγκεκριμένη χρονική περίοδο η ύπαρξη του φαινομένου της «υποτιμολόγησης των Δημοσίων Εγγραφών».Η εν λόγω τακτική ουσιαστικά ζημιώνει τους αρχικούς μετόχους, οι οποίοι βλέπουν τις μετοχές τους αρχικά να πωλούνται σε τιμές χαμηλότερες από αυτές που οι επενδυτές θα ήταν διατεθειμένοι να πληρώσουν για να τις αποκτήσουν.Από την ανάλυση των στοιχείων κατά την οποία υπολογίστηκαν τόσο οι απλές όσο και οι υπερβάλλουσες αποδόσεις των νεοεισηγμένων μετοχών σε συγκεκριμένα χρονικά σημεία εντός του πρώτου έτους, προέκυψε σαν βασικό συμπέρασμα ότι οι επενδυτές που αγόρασαν κατά την αρχική δημόσια εγγραφή τους νέους τίτλους αποκόμισαν ικανοποιητικά κέρδη μέχρι και ένα έτος μετά την εισαγωγή. Επιπλέον, οι βραχυχρόνιες αποδόσεις των νεοεισερχόμενων στο Χρηματιστήριο εταιρειών αποδεικνύονται σημαντικά υψηλότερες από τις αντίστοιχες αποδόσεις της αγοράς, γεγονός που ενισχύει την άποψη ότι η τοποθέτηση κεφαλαίων σε δημόσιες εγγραφές αποτελεί διαχρονικά επενδυτική ευκαιρία που δεν επηρεάζεται από την εκάστοτε χρηματιστηριακή συγκυρία.Το συμπέρασμα της ύπαρξης του φαινομένου της υποτιμολόγησης των αρχικών δημοσίων εγγραφών στο ελληνικό χρηματιστήριο ενισχύεται και από την καταγραφή σημαντικών αποδόσεων, απλών και υποβαλλουσών, και στην δευτερογενή αγορά δημοσίων εγγραφών του Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών. Οι επενδυτές δηλαδή, οι οποίοι αγόρασαν μετοχές κατά την πρώτη ημέρα της χρηματιστηριακής διαπραγμάτευσης των εν λόγω μετοχών, αποκόμισαν και εκείνοι αξιοσημείωτα ποσοστά κερδών, ωστόσο τα ποσοστά αυτά είναι χαμηλότερα από εκείνα που κέρδισαν οι επενδυτές οι οποίοι έγκαιρα αγόρασαν μετοχές στην Αρχική Δημόσια Εγγραφή. Κοινό χαρακτηριστικό, τόσο των απλών, όσο και των υπερβαλλουσών αποδόσεων είναι η αύξουσα τάση που παρατηρείται να έχουν μέσα στην διάρκεια του πρώτου έτους από την εισαγωγή των μετοχών.Στα ίδια συμπεράσματα καταλήγουμε και στη περίπτωση της μακροχρόνιας πορείας των νεοεισηγμένων μετοχών. Δηλαδή, τόσο οι απλές όσο και οι υπερβάλλουσες αποδόσεις των 335 μετοχών που εξετάστηκαν για περίοδο μέχρι τριών ετών, παρουσίασαν σημαντικά κέρδη. Οι θετικές όμως μακροχρόνιες αποδόσεις χαρακτηρίστηκαν και αυτές από υψηλό κίνδυνο (τυπικές αποκλίσεις 92,95% έως 289,41%). Η θετική μακροπρόθεσμη πορεία των νέων εισαγωγών κατά τα έτη 1990 – 2004, υποδηλώνει την καλύτερη λειτουργία των εταιρειών που εισήχθησαν στην οργανωμένη χρηματιστηριακή αγορά, η οποία απαιτεί την τήρηση κανόνων και τη διαφανή λειτουργία των εταιρειών.Το βασικό συμπέρασμα της παρούσας εργασίας, ότι για το σύνολο των δημόσιων εγγραφών της περιόδου 1990-2006 η μέση απλή απόδοση πρώτης ημέρας ήταν 15,89%, συμφωνεί με τα αποτελέσματα άλλων επιστημονικών ερευνών που έχουν πραγματοποιηθεί διεθνώς για τη μελέτη του φαινομένου της υποτιμολόγησης των δημοσίων εγγραφών. Αποδεικνύοντας, έτσι ότι η τοποθέτηση κεφαλαίων σε δημόσιες εγγραφές αποτελεί για τους επενδυτές μια ιδιαίτερη ελκυστική επενδυτική επιλογή.
|
---|