Περίληψη : | Παλαιότερα, οι επενδυτές αξιολογούσαν τις επιδόσεις του χαρτοφυλακίου τους, βασιζόμενοι αποκλειστικά σχεδόν στο ποσοστό της απόδοσης τους. Ήταν ενήμεροι για τον κίνδυνο, αλλά δεν ήξεραν πως να τον ποσοτικοποιήσουν και συνεπώς, δυσκολευόντουσαν να υπολογίσουν τις επιδράσεις του με ακρίβεια. Πιο συγκεκριμένα, οι μελετητές τοποθετούσαν τα χαρτοφυλάκια σε κατηγορίες ανάλογα με το είδος του κινδύνου που τα επηρέαζε και έπειτα συνέκριναν τα ποσοστά απόδοσης για κάθε χαρτοφυλάκιο, ανάλογα με την κατηγορία του κινδύνου στην οποία ανήκαν. Η ανάπτυξη όμως της θεωρίας του χαρτοφυλακίου στις αρχές του 1960, κατέστησε ικανή την ποσοτικοποίηση του κινδύνου σε όρους μεταβλητότητας των αποδόσεων. Σημαντικό ρόλο κατέχει επίσης και η ψυχολογία του επενδυτή την στιγμή που επρόκειτο να αναλάβει μία επένδυση, και απάντηση σε αυτό έδωσε η θεωρία της συμπεριφορικής χρηματοοικονομικής το 1970 και μετά. Τα τελευταία όμως χρόνια σημαντικό ρόλο στην επιλεκτικότητα των επενδυτών έχουν τα αμοιβαία κεφάλαια. Τα αμοιβαία κεφάλαια προσελκύουν όλο και περισσότερο τους επενδυτές καθώς τους προσφέρουν περισσότερα πλεονεκτήματα σε σχέση με την επιλογή κάποιας άλλης επενδυτικής δραστηριότητας.Η διπλωματική εργασία αυτή εξετάζει την ορθολογική ικανότητα των επενδυτών να αξιολογήσουν την αποδοτικότητα των αμοιβαίων κεφαλαίων με την χρήση τριών σημαντικών δεικτών αξιολόγησης, του Sharpe, Jensen και Treynor. Τα αποτελέσματα μας δείχνουν ότι τα περισσότερα αμοιβαία κεφάλαια του δείγματος μας πέτυχαν ικανοποιητικές αποδόσεις συγκριτικά με τις αποδόσεις του δείκτη της αγοράς In the past, investors accessed the performance of their portfolio, almost based exclusively on the percentage of their performance. They were informed about the risk, but they did not know how to quantify it, and consequently, they had difficulty estimating its effected with accuracy. In particular, the researchers planed the portfolio into categories depending on the type of risk they were affected by and then they compared the percentage of progress for every portfolio, depending on the category of risk in which they belonged to. But the development of the Portfolio theory at the beginning of the 1960, rendered the quantity of risk capable with conditions of variability of the performance. The psychology of the investor also played a significant part the moment he/she was to undertake an investment. The answer to that was given by the theory of behavioral financial economics in 1970 later on.Although in recent years mutual funds have played an important role in the selectiveness of the investors. Mutual funds attract investors more and more as they offer them more advantages in connection to the selection of another investment process.This thesis examines the rational capability of the investors to access the efficiency of the mutual funds with the usage of three significant indexes of assessment, those of Sharpe, Jensen and Treynor indexes. The results show us that most of the mutual funds of our sample succeeded in satisfactory performance of the market.
|
---|