Περίληψη : | Η ανάπτυξη του υποδείγματος αποτίμησης περιουσιακών στοιχείων (CAPM) από τους William Sharpe, John Lintner & J. Mossin, αποτέλεσε τη πρώτη προσπάθεια διαμόρφωσης ενός μοντέλου που θα βοηθήσει τους επενδυτές στη τιμολόγηση των περιουσιακών στοιχείων. Το CAPM ουσιαστικά περιγράφει τη σχέση μεταξύ του κινδύνου ενός περιουσιακού στοιχείου και της αναμενόμενης απόδοσής του. Τα χρόνια που ακολούθησαν της αρχικής δημοσίευσης, το CAPM δέχθηκε ισχυρή κριτική για τη περιορισμένη ικανότητά του να ερμηνεύσει τις αποδόσεις των περιουσιακών στοιχείων, αλλά και για τις υποθέσεις πάνω στις οποίες βασίστηκε η ισχύς του.Μετά τη δημοσίευση του CAPM, ακολούθησε η ανάπτυξη ενός συνόλου άλλων υποδειγμάτων αποτίμησης που στοχεύουν στη καλύτερη ερμηνεία των αποδόσεων των περιουσιακών στοιχείων. Ορισμένα από αυτά, τα οποία θα παρουσιαστούν σε αυτή τη διπλωματική εργασία, είναι τα υποδείγματα τριών (3), πέντε (5), έξι (6) παραγόντων των Fama & French, το υπόδειγμα τεσσάρων (4) παραγόντων των Stambaugh & Yuan και το υπόδειγμα αποτίμησης τεσσάρων (4) παραγόντων των Hou, Xue & Zhang. Αυτά τα υποδείγματα επιχείρησαν να εντάξουν στη διαδικασία ερμηνείας των αποδόσεων των περιουσιακών στοιχείων, ορισμένες ανωμαλίες της αγοράς (ή χρηματιστηριακές ανωμαλίες) για τις οποίες έχουν υπάρξει πολλές εμπειρικές μελέτες σχετικά με την ισχύς τους και την ικανότητά τους να επηρεάζουν τις αποδόσεις.Ο βαθμός στον οποίο ορισμένες χρηματιστηριακές ανωμαλίες επηρεάζουν τις αποδόσεις των περιουσιακών στοιχείων δεν αποτελεί αντικείμενο συμφωνίας μεταξύ των ερευνητών. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι δεν παρατηρούνται όλες οι χρηματιστηριακές ανωμαλίες με τον ίδιο τρόπο, συχνότητα και ανθεκτικότητα στις χρηματαγορές. Πιο συγκεκριμένα, ορισμένες χρηματιστηριακές ανωμαλίες θεωρούνται ότι επαναλαμβάνονται διαχρονικά ενώ για άλλες χρηματιστηριακές ανωμαλίες θεωρείται ότι δεν υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την ισχύς τους. Επιπλέον, υπάρχουν χρηματιστηριακές ανωμαλίες που η ισχύς τους εξαλείφεται μετά τη τεκμηρίωση και δημοσίευσή τους και παύουν να επηρεάζουν τις αποδόσεις των περιουσιακών στοιχείων. Τέλος, υπάρχουν χρηματιστηριακές ανωμαλίες που αποτελούν υποπροϊόν της ερευνητικής διαδικασίας και επομένως δε θα πρέπει να θεωρούνται γνήσιες ανωμαλίες της αγοράς.Στα πλαίσια των εμπειρικών ελέγχων αυτής της διπλωματικής εργασίας, θα διερευνηθεί η ικανότητα τριών (3) υποδειγμάτων αποτίμησης να ερμηνεύσουν δεκατρείς (13) γνωστές ανωμαλίες της αγοράς. Αυτό θα υλοποιηθεί μέσα από τη κατασκευή μοντέλων γραμμικής παλινδρόμησης (OLS) των ανωμαλιών της αγοράς με τους παράγοντες των τριών (3) υποδειγμάτων αποτίμησης.Επιπλέον, στα πλαίσια των εμπειρικών ελέγχων της διπλωματικής εργασίας, επιχειρείται να διερευνηθεί η δυνατότητα των επενδυτών να επιτύχουν υπερ-αποδόσεις μέσα από την κατασκευή χαρτοφυλακίων (χρησιμοποιώντας το κριτήριο Μέσου – Διακύμανσης) που στοχεύουν στην εκμετάλλευση των ανωμαλιών της αγοράς. Για να πραγματοποιηθεί αυτό, οι παράγοντες τριών (3) υποδειγμάτων αποτίμησης και δεκατρείς (13) χρηματιστηριακές ανωμαλίες θεωρούνται ότι είναι ανεξάρτητα περιουσιακά στοιχεία (μετοχές), τα οποία ένας επενδυτής μπορεί να εντάξει στο χαρτοφυλάκιό του.Στις ενότητες 2 και 3 θα παρουσιαστούν τα πιο γνωστά υποδείγματα αποτίμησης περιουσιακών στοιχείων, καθώς και η μεθοδολογία κατασκευής των παραγόντων τους. Στην ενότητα 4 θα παρουσιαστούν συνοπτικά οι χρηματιστηριακές ανωμαλίες με τις οποίες ασχολείται αυτή η διπλωματική εργασία. Στην ενότητα 5 θα παρουσιαστούν οι έλεγχοι (εντός δείγματος) που πραγματοποιήθηκαν προκειμένου να διαπιστωθεί η ικανότητα των υποδειγμάτων αποτίμησης περιουσιακών στοιχείων να ερμηνεύουν τις ανωμαλίες της αγοράς. Παράλληλα θα αναπτυχθούν και οι έλεγχοι (εκτός δείγματος) που πραγματοποιήθηκαν προκειμένου να εντοπιστούν οι ανωμαλίες της αγοράς για τις οποίες προκύπτουν ενδείξεις για την ισχύ τους και την ικανότητά τους να συμβάλλουν στη κατασκευή βέλτιστων χαρτοφυλακίων με ανώτερες αποδόσεις. Τέλος, στην ενότητα 6 παρουσιάζονται τα συμπεράσματα των εμπειρικών ελέγχων. The development of the asset valuation model (CAPM) by William Sharpe, John Lintner & J. Mossin, was the first attempt to formulate a model that will help investors in asset pricing. CAPM essentially describes the relationship between an asset's risk and its expected return. In the years following its initial publication, the CAPM received strong criticism for its limited ability to interpret asset returns, but also for the assumptions on which its validity was based.Following the publication of the CAPM, a set of other valuation models was developed aiming to better interpret asset returns. Some of these, which will be presented in this dissertation, are the three (3), five (5), six (6) factors models of Fama & French, the four (4) factors models of Stambaugh & Yuan and the four (4) factors model of Hou, Xue & Zhang. These models attempted to incorporate certain market anomalies (or stock market anomalies), for which there have been many empirical studies on their strength and ability to influence returns, into the process of interpreting asset returns.The extent to which certain stock market anomalies affect asset returns is not the subject of agreement among researchers. This is due to the fact that not all stock market anomalies are observed in the same way, frequency and resilience in the financial markets. More specifically, some stock market anomalies are considered to be repeated over time, while for other stock market anomalies it is considered that there is insufficient evidence for their validity. In addition, there are stock market anomalies whose validity is eliminated after their documentation and publication and ceases to affect the returns of assets. Finally, there are stock market anomalies that are a by-product of the research process and therefore should not be considered genuine market anomalies.As part of the empirical tests of this diploma thesis, the ability of three (3) valuation models to interpret thirteen (13) known market anomalies will be investigated. This will be implemented through the construction of linear regression (OLS) models of market anomalies with the factors of the three (3) valuation models.Moreover, in the context of empirical tests of this diploma thesis, an attempt is made to investigate the possibility of investors to achieve excess-returns through the construction of portfolios (using the Mean-Variance criterion) that aim to exploit market anomalies. To do this, the factors of three (3) valuation models and the thirteen (13) stock market anomalies are considered to be independent assets (shares), which an investor can include in his portfolio.Sections 2 and 3 will present the most well-known models of asset valuation, as well as the methodology of construction of their factors. Section 4 will summarize the stock market anomalies that this diploma thesis deals with. Section 5 will present the in-sample tests performed to determine the ability of asset valuation models to interpret market anomalies. At the same time, the tests (out of sample) carried out in order to identify market anomalies for which there are indications of their validity and their ability to contribute to the construction of optimal portfolios with superior returns, will be developed. Finally, section 6 presents the conclusions of the empirical tests.
|
---|