Περίληψη : | Στην παρούσα διπλωματική εργασία παρουσιάζεται η έννοια των άυλων παγίων περιουσιακών στοιχείων σε συνάφεια με την ποιότητα των λογιστικών κερδών. Πιο συγκεκριμένα η παρούσα εργασία στοχεύει στην διερεύνηση της σχέσης των εξόδων έρευνας και ανάπτυξης, Ε&Α, με την ποιότητα των λογιστικών κερδών και κατά πόσο αυτά μπορούν να την επηρεάσουν και κατ’ επέκταση να χρησιμοποιηθούν με σκοπό τη χειραγώγηση των, από τα στελέχη των επιχειρήσεων. Η αξιολόγηση ποιότητας των λογιστικών κερδών έγινε με βάση την ιδιότητα του δεδουλευμένου μέρους των κερδών, δηλαδή με τη διαφορά των ταμειακών ροών από τα προβλεπόμενα κέρδη, ήτοι τα καταγεγραμμένα κέρδη τα οποία δεν έχουν εισπραχθεί («accruals»). Εδώ αξίζει να σημειωθεί ότι για πολλούς μελετητές η ποιότητα των κερδών μειώνεται εξαιτίας της καταβολής των δεδουλευμένων (Skinner & Sloan, 2002). Στοχεύοντας στην ανάλυση των ως άνω αναφερθέντων, συλλέχτηκαν δεδομένα για τις εισηγμένες εταιρείες στο χρηματιστήριο της Ισπανίας για τη χρονική περίοδο 2005- 2020, καθώς επίσης χρησιμοποιήθηκαν και δύο αξιόπιστα οικονομετρικά μοντέλα που βασίζονται στα δεδουλευμένα. Τα δύο αυτά οικονομετρικά μοντέλα είναι αρχικά η παραλλαγή του τροποποιημένου μοντέλου της Jones (1991) από τους Kothari et. Al. (2005) και εν συνεχεία, καθώς θέλουμε να εξετάσουμε τη σχέση ων εξόδων έρευνας και ανάπτυξης (R&D) με το δεδουλευμένο μέρος των λογιστικών κερδών, επεκτείνουμε το αρχικό μοντέλο προσθέτοντας την μεταβλητή RDCAP. Η Ισπανία και η ισπανική οικονομία επηρεάστηκαν σε μεγάλο βαθμό από την παγκόσμια οικονομική κρίση, η οποία ξέσπασε εντός του έτους 2008. Από το 2008 έως και το 2012 η Ισπανία βίωνε μια συνεχή ύφεση. Τον Ιούνιο του 2012 η απόδοση των 10ετών ισπανικών ομολόγων υπήρξε κατά περίπου 5 ποσοστιαίες μονάδες πάνω από την αντίστοιχη των γερμανικών. Αυτό οδήγησε την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα σε χρηματοδότηση της ισπανικής οικονομίας με σκοπό να ανακάμψει. Κατά τα έτη τη ς ύφεσης και εν συνεχεία της σκληρής λιτότητας, παρατηρούνται μειωμένες επενδύσεις σε έρευνα και ανάπτυξη. Από το 2014 και έπειτα παρατηρείτε μια ανοδική πορεία στην οικονομία της Ισπανίας. Με την ανάλυση των δεδομένων που συλλέχτηκαν μπορούμε να καταλήξουμε σε ασφαλή συμπεράσματα. Ωστόσο, όπως αναλύεται και στη συνέχεια, παρατηρούμε ότι η προσθήκη της μεταβλητής RDCAP στο βασικό μας οικονομετρικό μοντέλο βελτιώνει μεν αλλά δεν επηρεάζει σε σημαντικό βαθμό την ερμηνευτική ικανότητα του υποδείγματος. Τέλος, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι τα έξοδα έρευνας και ανάπτυξης, Ε&Α, επηρεάζουν το επίπεδο των δεδουλευμένων των λογιστικών κερδών στην περίπτωση των εισηγμένων επιχειρήσεων στο χρηματιστήριο της Ισπανίας. Τα στοιχεία αποδεικνύουν την χρησιμότητα των οικονομετρικών μοντέλων να ερμηνεύσουν σε σημαντικό βαθμό τη σχέση της ύπαρξης εξόδων έρευνας και ανάπτυξης, Ε&Α, και της ποιότητας των λογιστικών κερδών βασιζόμενοι στην ιδιότητα των δεδουλευμένων, χωρίς όμως αυτό να συνεπάγεται ότι αυτά τα δύο μοντέλα καθίστανται κατάλληλα να χρησιμοποιηθούν για όλο το φάσμα των αποτελεσμάτων. Όλα τα υποδείγματα χαρακτηρίζονται από αυτή την αδυναμία, έχοντας κάποια απόκλιση από την πραγματικότητα εξαιτίας τυχαίων παραγόντων που δε μπορούν πάντα να ληφθούν όλοι υπόψιν . This thesis presents the concept of intangible assets in relation to the quality of accounting earnings. More specifically, this thesis aims to investigate the relationship between research and development, R&D, expenses and the quality of accounting earnings and whether the R&D expenses can influence the quality of accounting earnings and continually be used to manipulate said earnings. The quality of accounting earnings was assessed in terms of the accrual part of earnings, i.e. the difference between cash flows and projected earnings, i.e. recorded earnings that have not been received ("accruals"). It is worth noting here that for many scholars the quality of earnings is reduced due to the payment of accruals (Skinner & Sloan, 2002). Aiming at the analysis of the above mentioned, data on listed companies in the Spanish stock exchange for the period 2005-2020 were collected, as well as two reliable accrual- based econometric models were used. These two econometric models are initially the variant of the modified Jones (1991) model by Kothari et. Al. (2005) and subsequently, as we want to examine the relationship between research and development (R&D) expenses and the accrued part of accounting profits, we extend the original model by adding the RDCAP variable. Spain and the Spanish economy were heavily affected by the global financial crisis, which erupted in 2008. From 2008 to 2012 Spain experienced a continuous recession. In June 2012 the yield on 10-year Spanish bonds was around 5 percentage points higher than that of German bonds. This led the European Central Bank to finance the Spanish economy in order to help with recovery. During the years of recession and subsequent harsh austerity, there has been reduced investment in research and development. From 2014 onwards there has been an upward trend in the Spanish economy. By analyzing the data collected we can come to safe conclusions. However, as discussed below, we observe that the addition of the RDCAP variable to our baseline econometric model improves but does not significantly affect the explanatory power of the model. Finally, we conclude that research and development, R&D, expenses affect the level of accrued accounting profit in the case of listed firms in the Spanish stock exchange. The evidence demonstrates the usefulness of econometric models in explaining to a significant extent the relationship between the existence of research and development, R&D, expenses and the quality of accounting profit based on their accrual part, at this point we should highlight that this does not imply that the two models used are the most suitable for the full range of outcomes. All models are characterized by this weakness, having some deviation from reality due to random factors that cannot always be taken into consideration.
|
---|