ΠΥΞΙΔΑ Ιδρυματικό Αποθετήριο
και Ψηφιακή Βιβλιοθήκη
Συλλογές :

Τίτλος :Καθολική Υπηρεσία και Ευρυζωνικότητα
Δημιουργός :Αγιατζίδου, Ελένη
Συντελεστής :Σταμούλης, Γεώργιος (Επιβλέπων καθηγητής)
Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Τμήμα Πληροφορικής (Degree granting institution)
Τύπος :Text
Φυσική περιγραφή :139σ.
Γλώσσα :el
Περίληψη :Κύριοι στόχοι της εργασίας «Καθολική Υπηρεσία και Ευρυζωνικότητα», είναι η μελέτη και η παρουσίαση της έννοιας της καθολικής υπηρεσίας και η συσχέτισή της με την ευρυζωνικότητα. Η ανάλυση της έννοιας της καθολικής υπηρεσίας δεν περιορίστηκε μόνο στην παρουσίαση του ορισμού της, αλλά επεκτάθηκε και στην μελέτη των πλαισίων καθολικής υπηρεσίας διαφόρων χωρών και στον τρόπο χρηματοδότησής της. Για την επίτευξη της μελέτης της εισαγωγής της ευρυζωνικότητας στην καθολική υπηρεσία τέθηκαν επιμέρους στόχοι, όπως η μελέτη της έννοιας της ευρυζωνικότητας και της διείσδυσής της διεθνώς, η μελέτη διαφόρων διαδικασιών αναθεώρησης του πλαισίου καθολικής υπηρεσίας, τα προβλήματα που παρουσιάζονται από την εισαγωγή αυτή, καθώς και διάφορες σχετικές προτάσεις που έχουν γίνει. Από την μελέτη διαφόρων ορισμών, πηγές των οποίων ήταν η Ε.Ε. και οι Η.Π.Α. αλλά και οργανισμοί όπως η ITU και ο OECD, προέκυψε ο καθορισμός της καθολικής υπηρεσίας ως το ελάχιστο σύνολο υπηρεσιών που οφείλεται να παρέχεται σε οποιονδήποτε πολίτη το αιτείται και μόνο αν το αιτηθεί, ανεξάρτητα με την τοποθεσία στην οποία διαμένει, σε τιμές προσιτές και σε ένα ορισμένο επίπεδο ποιότητας. Το σύνολο των υπηρεσιών αυτών, το οποίο ποικίλει από χώρα σε χώρα, συνιστά το πλαίσιο της καθολικής υπηρεσίας.Το πλαίσιο της καθολικής υπηρεσίας γενικά διαφέρει από χώρα σε χώρα αλλά μπορεί και να μεταβάλλεται με την πάροδο του χρόνου. Οι παράγοντες που οδηγούν σε αυτές τις διαφορές σχετίζονται κυρίως με την οικονομική ανάπτυξη της χώρας, τις ανάγκες της και τις δυνατότητές της. Η διαδικασία χρηματοδότησης της καθολικής υπηρεσίας είναι απαραίτητη για την ομαλή εφαρμογή του μέτρου από τον πάροχο. Ορισμένες κατηγορίες πελατών αλλά και ορισμένα κοινόχρηστα τηλέφωνα προκαλούν μεγάλα κόστη και αντιστοίχως μικρά έσοδα στον πάροχο με αποτέλεσμα να μην είναι συμφέρουσα η εξυπηρέτησή τους από αυτόν. Οι πελάτες και τα κοινόχρηστα αυτά τηλέφωνα ονομάζονται μη οικονομικοί πελάτες και μη οικονομικά κοινόχρηστα τηλέφωνα αντίστοιχα. Πολλές φορές είναι δυνατό ορισμένοι πελάτες να προκαλούν αυξημένο κόστος εξαιτίας της περιοχής στην οποία διαμένουν. Οι περιοχές αυτές ονομάζονται επίσης μη οικονομικές και αποτελούν ένα ακόμη στοιχείο που αποφέρει κόστος στον πάροχο.Για να μπορεί να εφαρμοστεί η πολιτική της καθολικής υπηρεσίας θα πρέπει με κάποιον τρόπο να καλύπτεται το κόστος του παρόχου που προκαλείται από τα παραπάνω στοιχεία. Ένας τέτοιος τρόπος είναι η σταυροειδής επιδότηση, που αποτελεί ένα είδος εσωτερικής χρηματοδότησης. Ο τρόπος αυτός χρησιμοποιήθηκε κυρίως στα μονοπωλιακά καθεστώτα, όπου ο πάροχος επιδοτούσε το κόστος των μη οικονομικών στοιχείων με την επιβολή υψηλότερης, σε σχέση με το κόστος, χρέωσης στους πελάτες που ήταν οικονομικοί λόγω του χαμηλού τους κόστους. Πλέον όμως έχει αρχίσει και εγκαταλείπεται λόγω της εισαγωγής του ανταγωνισμού στον τομέα. Με την εισαγωγή του ανταγωνισμού και την εγκατάλειψη της μεθόδου εσωτερικής χρηματοδότησης δημιουργήθηκε μία νέα διαδικασία για την ανάκτηση του κόστους της καθολικής υπηρεσίας από τον πάροχο.Η διαδικασία αυτή περιλαμβάνει την επιλογή του παρόχου/ων καθολικής υπηρεσίας που διενεργείται με ορισμό από τη ρυθμιστική αρχή, με διαγωνισμό, με δημοπρασία όπου ο υπερθεματιστής πάροχος είναι και ο πάροχος καθολικής υπηρεσίας ή με επιλογή απευθείας από τους πελάτες (μόνο σε περίπτωση πολλαπλών εν δυνάμει παρόχων).Επίσης περιλαμβάνεται ο τρόπος εύρεσης του κόστους της καθολικής υπηρεσίας και του ποσοστού του ποσού αυτού που τελικά θα χρηματοδοτηθεί. Το κόστος είναι δυνατό να υπολογισθεί βάσει δύο εναλλακτικών μεθόδων, της μεθόδου FDC και της LRIC.Ο υπολογισμός του κόστους είναι το αρχικό βήμα για τις δύο μεθόδους υπολογισμού του ποσού χρηματοδότησης, της μεθόδου υπολογισμού του καθαρού κόστους και της μεθόδου benchmark. Για τον υπολογισμό του καθαρού κόστους της καθολικής υπηρεσίας απαιτείται η εκτίμηση του κόστους που θα απέφευγε ο πάροχος αν διέκοπτε την υποχρέωση της καθολικής υπηρεσίας, το οποίο υπολογίζεται με μία εκ των ανωτέρω μεθόδων. Επίσης απαιτείται ο υπολογισμός των εσόδων που θα έχανε ο πάροχος με τη διακοπή της υποχρέωσης της καθολικής υπηρεσίας και τέλος εκτιμώνται τα μη μετρήσιμα έμμεσα πλεονεκτήματα που απολαμβάνει ο πάροχος από την πανταχού παρουσία του ως πάροχος της καθολικής υπηρεσίας. Τέλος υπολογίζεται η διαφορά του κόστους με τα έσοδα και τα πλεονεκτήματα, η οποία αντιστοιχεί στο καθαρό κόστος της καθολικής υπηρεσίας. Σύμφωνα με την μέθοδο benchmark υπολογίζεται το κόστος όλων των περιοχών και τελικά χρηματοδοτείται το ποσό που υπερβαίνει ένα ορισμένο όριο που τίθεται. Πιο αναλυτικά, αρχικά υπολογίζεται το κόστος ανά περιοχή, και στη συνέχεια το εθνικό μέσο κόστος ανά γραμμή καθώς και η τυπική του απόκλιση. Οι περιοχές των οποίων το κόστος υπερβαίνει το όριο των δύο τυπικών αποκλίσεων από το εθνικό μέσο κόστος, ανήκουν στις περιοχές υψηλού κόστους και χρηματοδοτούνται με ποσό ίσο με το ποσό του κόστους που υπερβαίνει το όριο benchmark. Αυτό τίθεται ίσο με είτε το εθνικό μέσο κόστος είτε με το όριο των δύο τυπικών αποκλίσεων. Η συγκεκριμένη μέθοδος δεν απαιτεί υπολογισμό των εσόδων επιτυγχάνοντας έτσι μία σημαντική μείωση στην πολυπλοκότητά της. Μία εναλλακτική μέθοδος στον υπολογισμό του ποσού χρηματοδότησης είναι η δημοπρασία. Με τη μέθοδο αυτή ο υπερθεματιστής είναι ο πάροχος καθολικής υπηρεσίας και το ποσό επιδότησης είναι η προσφορά με την οποία κέρδισε τη δημοπρασία. Η εξοικονόμηση του ποσού επιδότησης μπορεί να γίνει από κρατικά κονδύλια, από έσοδα δημοπρασιών φάσματος ή από την συγκρότηση ενός ταμείου καθολικής υπηρεσίας μέσω της συνεισφοράς των παρόχων τηλεπικοινωνίας. Στο ταμείο καθολικής υπηρεσίας τα θέματα που πρέπει να διευθετηθούν περιλαμβάνουν το σύνολο των παρόχων που πρέπει να συνεισφέρουν καθώς και το ποσοστό επί των εσόδων τους που θα συμβάλει στη δημιουργία του ταμείου καθολικής υπηρεσίας.Για τη μελέτη της εισαγωγής της ευρυζωνικότητας στην καθολική υπηρεσία, εξετάστηκε αρχικά η έννοια της ευρυζωνικότητας. Για την ευρυζωνικότητα έχουν δοθεί πολλοί ορισμοί οι οποίοι δεν συμφωνούν μεταξύ τους, με αποτέλεσμα την ανυπαρξία ενός σαφούς και μοναδικού ορισμού. Κύρια χαρακτηριστικά της ευρυζωνικότητας είναι οι μεγάλες ταχύτητες μετάδοσης και η ποικιλία αυτών, οι πολλαπλές τεχνολογίες που μπορούν να επιτύχουν τέτοιες ταχύτητες και τέλος οι πολλαπλές εφαρμογές που προαπαιτούν τις ταχύτητες αυτές. Η διαθεσιμότητα των ευρυζωνικών συνδέσεων ολοένα και αυξάνει σε διάφορες χώρες ανά τον κόσμο, ενώ παράλληλα αυξάνει και η διείσδυσή της. Με την αύξηση, λοιπόν, των ευρυζωνικών συνδέσεων και με την εξέλιξη του τεχνολογικού υπόβαθρου θα αναπτυχθούν εφαρμογές που θα αφορούν στην υγεία, στην εκπαίδευση και στην ηλεκτρονική διακυβέρνηση, οι οποίες θα είναι απαραίτητες στην λειτουργία των νοικοκυριών και των γραφείων. Έτσι άρχισε να διαφαίνεται η ανάγκη εισαγωγής της ευρυζωνικότητας στο πλαίσιο της καθολικής υπηρεσίας. Τα προβλήματα που προκύπτουν από την πιθανή εισαγωγή της προέρχονται κυρίως από την ανυπαρξία ενός κοινού ορισμού για την ευρυζωνικότητα. Οι ταχύτητες μετάδοσης που μπορούν να επιτευχθούν είναι πολλές, ενώ η υιοθέτηση ενός κατώτατου ορίου δεν είναι η βέλτιστη λύση αφού με την πάροδο του χρόνου το όριο αυτό θα θεωρείται παρωχημένο. Επίσης η οποιαδήποτε εισαγωγή θα πρέπει να είναι ουδέτερη ως προς τις τεχνολογίες που χρησιμοποιούνται. Τέλος πολλά προβλήματα προκύπτουν στον τομέα της χρηματοδότησης όπου οι αλλαγές προέρχονται από την αύξηση του κόστους της καθολικής υπηρεσίας. Ερωτήματα προκύπτουν για τον τρόπο υπολογισμού του κόστους και για τον τρόπο εξοικονόμησης του κεφαλαίου χρηματοδότησης που πρέπει να ακολουθηθεί. Διάφορες χώρες έχουν δημιουργήσει διαδικασίες για την λήψη της απόφασης για επανεξέταση του πλαισίου της καθολικής υπηρεσίας. Κύρια στοιχεία όλων αποτελεί η εξέταση της διαθεσιμότητας και της διείσδυσης της ευρυζωνικότητας στις χώρες αυτές και η αναγκαιότητα της υπηρεσίας για την λειτουργία ενός νοικοκυριού. Οι διάφορες διαδικασίες ουσιαστικά συνοψίζονται από αυτήν που έχει περιγραφεί από τον OECD (ΟΟΣΑ). Η διαδικασία αυτή περιλαμβάνει:1. Την εξέταση της αναγκαιότητας της υπηρεσίας και της σημασίας της για την κοινωνία.2. Την εκτίμηση του βαθμού διείσδυσης της υπηρεσίας στην αγορά αλλά και την έκταση κατά την οποία η υπηρεσία δεν είναι διαθέσιμη καθώς και τους λόγους για το γεγονός αυτό. 3. Τον προσδιορισμό των επιδιώξεων και των επιθυμητών αποτελεσμάτων καθώς και την εκτίμηση της έκτασης στην οποία μπορεί η αγορά να φτάσει τους στόχους αυτούς. 4. Την μελέτη των οικονομικών και κοινωνικών επιπτώσεων που προκαλούνται από όσους δεν έχουν πρόσβαση στην υπηρεσία, αν δεν υπάρχει διαμεσολάβηση του κράτους. 5. Την εκτίμηση του κόστους διαμεσολάβησης του κράτους στην διεύρυνση της ανάπτυξης της υπηρεσίας μέσα από την καθολική υπηρεσία 6. Την εκτίμηση αυτή σε σχέση με το κόστος άλλων προσεγγίσεων για να φανεί η χρησιμότητά της. 7. Την εκτίμηση ότι τα οφέλη της διαμεσολάβησης υπερβαίνουν το αντίστοιχο κόστος λαμβάνοντας υπόψη την επίπτωσή τους, κυρίως στους μη επιδοτούμενους πελάτες των τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών, καθώς και σε άλλες υπηρεσίες. Δηλαδή η διαμεσολάβηση θα πρέπει να γίνει μόνο όταν τα συνολικά οφέλη υπερέχουν του συνολικού κόστους και όταν δεν υφίσταται μία μεγάλη αύξηση στα έξοδα της καθολικής υπηρεσίας. Έχουν προταθεί διάφοροι τρόποι εισαγωγής της ευρυζωνικότητας στην καθολική υπηρεσία. Η Alliance for Public Technology έχει προτείνει την εισαγωγή της ευρυζωνικότητας με την υιοθέτηση ενός ορισμού. Ο ορισμός αυτός θα βασίζεται σε μία ταχύτητα μετάδοσης μεταβαλλόμενη με την πάροδο του χρόνου και θα είναι ουδέτερος ως προς την τεχνολογία που χρησιμοποιείται. Οι πάροχοι θα πρέπει να κατέχουν δίκτυα που θα πληρούν ορισμένα κριτήρια ποιότητας και διαθεσιμότητας σε περιπτώσεις εκτάκτου ανάγκης. Τέλος στο ταμείο καθολικής υπηρεσίας θα πρέπει να συνεισφέρουν όλοι οι τηλεπικοινωνιακοί πάροχοι, οι πάροχοι ευρυζωνικών υπηρεσιών και οι πάροχοι VoIP. Τη συγκεκριμένη ιδέα ακολουθεί το νέο πλαίσιο που ψηφίστηκε στις 13 Ιουνίου 2006 στις Η.Π.Α. Η διαφορά τους έγκειται στη μη υιοθέτηση από το πλαίσιο των ΗΠΑ ενός ορισμού για την ευρυζωνικότητα με μεταβαλλόμενη ταχύτητα σύμφωνα με τις τεχνολογικές εξελίξεις.Μία ενδιαφέρουσα πρόταση αποτελεί η διαμόρφωση της καθολικής υπηρεσίας στα Δίκτυα Νέας Γενεάς (NGN). Η φωνή δεν θα είναι μία αυτοτελής υπηρεσία αλλά θα αποτελεί επιπρόσθετη υπηρεσία όσον αφορά τη χρέωση. Προτείνεται από τον Richard D.Taylor στο ταμείο της καθολικής υπηρεσίας να συμμετέχουν όσοι ωφελούνται από την παροχή υπηρεσιών στα δίκτυα με ιεραρχική σειρά ανάλογα με το όφελος που λαμβάνουν. Δηλαδή από τους παρόχους υποδομής έως τους πωλητές προϊόντων, εφαρμογών και περιεχομένου στο Internet. Τέλος μελετήθηκαν διάφορες χώρες που έχουν εισαγάγει στο πλαίσιό τους την καθολική υπηρεσία. Οι χώρες αυτές στην πλειοψηφία τους παρέχουν ευρυζωνικές συνδέσεις σε συγκεκριμένα σημεία σε κάθε κοινότητα όπου μπορεί να έχει πρόσβαση ο κάθε πολίτης. Η ITU προσδίδει στην έννοια αυτή μία διαφορετική ονομασία, την καθολική πρόσβαση, όπου όλοι οι πολίτες έχουν πρόσβαση στις τηλεπικοινωνιακές υπηρεσίες μέσω εξοπλισμού που είναι τοποθετημένος σε δημόσιο χώρο. Αναφέρεται ότι στη δεδομένη χρονική περίοδο οι μόνες χώρες που έχουν συμπεριλάβει στο πλαίσιό τους την ευρυζωνικότητα και την προσφέρουν ως καθολική υπηρεσία είναι η Ανδόρρα και το Λιχνενστάιν, δύο χώρες αναπτυγμένες οικονομικά, με μικρή γεωγραφική έκταση και πληθυσμό συγκεντρωμένο σε αστικά κέντρα.Στην Ελλάδα δεν έχει επεκταθεί το πλαίσιο καθολικής υπηρεσίας ώστε να περιλαμβάνει την ευρυζωνικότητα, όμως γίνονται προσπάθειες με το Μέτρο 4.2 να αυξηθεί η διαθεσιμότητα και η διείσδυση της ευρυζωνικότητας στη χώρα και κυρίως σε περιοχές απομακρυσμένες και μη αστικές.Περαιτέρω μελέτη του θέματος στο μέλλον μπορεί να εστιάσει στην εξαγωγή συμπερασμάτων όσον αφορά στον τρόπο χρηματοδότησης της καθολικής υπηρεσίας ανάλογα με τα διάφορα χαρακτηριστικά των χωρών αλλά και σε σχέση με την εισαγωγή της ευρυζωνικότητας στην καθολική υπηρεσία καθώς και με την μελέτη της διαμόρφωσης της καθολικής υπηρεσίας στο πλαίσιο των Δικτύων Νέας Γενιάς.
The main subject of the present thesis, titled “Universal Service and Broadband”, was the study and the presentation of the concept of universal service and its relation with broadband. We studied the definition of universal service, its scope and finally the possible ways of financing it. Besides that, we studied the concept of broadband and its penetration around the world, various frameworks that examine whether to add broadband in the scope of the universal service or not, the relevant problems and several proposals for the extension of the scope described above.After the study of several definitions, we concluded that universal service implies that every household in a certain country has the opportunity of having access to telephone service at affordable prices and at a well-defined level of quality. The concept varies, among countries, from having a telephone in every home and business in the most developed countries to most inhabitants' being within a certain distance or time away from a public telephone in developing countries.Funding universal service is a difficult but necessary process in order for its carrier to serve all the areas of a country. Many customers and payphones invoke high costs and /or very small revenues to the carrier. Thus it is not in the interest of the carrier to serve these areas. Those customers and those payphones are defined as uneconomical customers and payphones respectively. It is possible that some of the customers invoke costs because of the area that they reside. Those areas are defined uneconomical as well.The cost of the universal service, invoked by uneconomical elements, has to be recovered so that it would be possible for the carrier to serve the clients of all areas. As long as the telecommunications sector was characterized by the existence of monopolies, the carrier could recover the costs by subsidizing the uneconomical customers by charging the economical ones higher than their costs. This method is referred to as cross subsidy and is not employed because of the liberalization in the sector. Thus on account of the competition there should be employed a process of funding the cost of universal service.This process includes the definition of the carrier/s that will provide universal service. The carrier can be determined by the regulator, by a competitive process, by an auction, or by the customers. Furthermore the funding process includes a calculation of the cost of universal service. This calculation can be done by employing two alternative methods, namely FDC or LRIC. These methods are used to support the next step of financing process and especially two of its alternative methods of calculation the actual size of the cost that will be subsidized. These two methods are: a) the net cost method and b) the benchmark method. The calculation of the net cost of universal service requires the calculation of the cost that the carrier would avoid if the provision of universal service were ceased. This cost is derived by employing FDC or LRIC. It also requires the calculation of the revenues that the carrier would lose if the provision of universal service were ceased and the intangible benefits of the provider due to his ubiquitous presence. The net cost equals the avoidable cost minus the forgone revenues and the intangible benefits. Under the benchmark method the cost of every area in the country is calculated and then only the percentage of an area’s cost that exceeds a benchmark level is funded. In particular, the cost in every area is calculated. Then, the national average cost per line is calculated too, together with its standard deviation. The areas whose cost exceeds the national average cost by two standard deviations are considered as high cost areas and are funded. The subsidy is equal to the percentage of the cost in high cost areas, that exceeds the benchmark, which can be the national average cost or this plus the two standard deviations. This method does not require a calculation of the revenues and thus it is not a very complicated process. An alternative method is an auction. Under this method the provider assigned universal service is the winning bidder and the amount of subsidy is his bid.Universal service can be funded by government funds, by spectrum auctions or by the universal service fund that is formed by the contributions of the communication providers. There are certain important issues that must be decided for the creation of this fund, related to the providers that will contribute and the proportion of their revenues.To study the extension of the scope of universal service, we, also studied the concept of broadband (service). There are several definitions that are not in agreement one to each other. The result is the absence of a well defined concept. Main characteristics of broadband are the different yet high speeds of transmission, the various technologies that can bring those speeds and the various applications that need those speeds. Broadband becomes increasingly available in many countries around the world, while at the same time its penetration is getting higher.The augmentation of broadband penetration and the development of the technologies will create new applications that will be necessary to all the households like current telephone service, as now are the telephone and emergency numbers. Those applications will be related to health, education, e-government etc. Thus it is apparent that broadband may have to be added to the scope of universal service. The problems mainly begin due of the lack of a unique definition for broadband. The speeds that can be achieved are various and the adoption of a basic level is not the best solution because the speeds offered/needed will increase even in the near future. Furthermore, the extension of the scope must be neutral to all technologies. Finally many problems arise at the financing process, where the most changes are originated from the increment in the cost of universal service. Many countries have created frameworks to decide whether to review the scope of universal service or not. The main components are the monitoring of the availability and the penetration of broadband and of the necessity of this service in the functionality of the households. The various processes can be essentially consolidated in the one by OECD. This process includes:1. Consideration of whether broadband is an essential service of significant ‘social importance’.2. Estimation of the degree of expected market penetration of broadband service.3. Assessment of the nature and extent to which broadband will not be made available by the market and why.4. Identification and specification of objectives and desired outcomes clearly and specifically.5. Assessment of the extent to which market demand and delivery can/will meet the specified objectives.6. Consideration of the social and economic disadvantages incurred by those without access to broadband if there is no government intervention in this expected market situation.7. Estimation of the costs of intervention to widen broadband deployment through the use of the USO (Universal Service Obligation) mechanism.8. Estimation of the costs of intervention through the use of the USO mechanism compared against the use of other approaches to establish that the USO mechanism is superior.9. Establishment that the benefits of intervention through the USO exceed the costs of doing so, taking into account the incidence of such benefits and costs (especially those on unsubsidized telecommunications/Internet/broadband Internet customers); and of effects on other communications and broader policy objectives. (Intervention should only occur where overall benefits persuasively outweigh overall costs and where a substantial increase in the level of USO expenditure would not result.)There are several propositions published on the extension of the scope of universal service. Alliance for Public Technology has proposed that it is necessary to create a definition of broadband that will mention only one speed but that will be changeable in the future. The definition should be neutral to the technology that can be used. Also the carriers must accomplish some standards about quality and availability of their networks at emergency periods. Furthermore the carriers that can contribute at the universal service fund are all the communication providers, the broadband providers and the VoIP providers. The Deployment Act of 2006 is based on similar ideas.An interesting proposition by Richard D. Taylor is the configuration of the universal service in the New Generation Network (NGN) environment. In the EOIP (Everything Over IP) world, there will not be a separate voice network, or separate voice service. It is possible that anyone with a connection to the Internet will be able to establish a voice connection with anyone else on the network without going through any kind of metered or priced service. There will be no measured “minutes of use” or similar metrics. “Voice” will be part of a bundle of services, or of an application. In the EOIP world, trying to segregate “voice” or “telephony” or “telephone numbers” or use of the PSTN as the basis for assessing universal service revenues will make no sense. Expressions such as “PSTN” and “telephone call” will increasingly have no useful meaning. Also it is suggested that the carriers that contribute to the universal service fund will all be those that benefit from the network (ranging from infrastructure providers to sellers of products, applications and content over Internet) and the amount of contribution will depend on how much they benefit.About 10 countries that have extended their scope of universal service to include broadband were studied. Most of these countries provide broadband at public places where everyone has access to, thus amounting to universal access. The only countries that actually provide broadband at universal service are Andorra and Lichtenstein, two developed countries with small geographic area and population concentrated into cities.Greece has not extended the scope of universal service to include broadband, but there have been efforts to boost the availability and the penetration of broadband especially in remote and rural areas. Further work on this subject should focus on the funding methods of universal service depending on the characteristics of the countries and on the study of the configuration of universal service in the NGN environment.
Λέξη κλειδί :Καθολική Υπηρεσία
Ευρυζωνικότητα
Χρηματοδότηση
Ημερομηνία :28-02-2008
Άδεια χρήσης :

Αρχείο: Agiatzidou_2008.pdf

Τύπος: application/pdf