Abstract : | Η Αναδιοργάνωση Επιχειρησιακών Διαδικασιών (BPR) αναδείχθηκε σε σημαντική μεθοδολογία γύρω στο 1990, με μεγάλη επίδραση στη διοίκηση και τη λειτουργία των ιδιωτικών εταιρειών. Ωστόσο, δεν έγινε αποδεκτή στον ίδιο βαθμό στη δημόσια διοίκηση. Σήμερα πολλά προγράμματα βελτίωσης της δημόσιας διοίκησης σχετίζονται με την ηλεκτρονική διακυβέρνηση. Οι τεχνολογίες πληροφορικής (IT) έχουν διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στην αναδιοργάνωση. Πρόσφατα η αναδιοργάνωση των διαδικασιών αναγνωρίστηκε ως ένας παράγοντας ύψιστης σημασίας για την επιτυχή υλοποίηση της ηλεκτρονικής διακυβέρνησης. Σύμφωνα με τα παραπάνω, η παρούσα μεταπτυχιακή διπλωματική εργασία πραγματεύεται το ρόλο του Ανασχεδιασμού, τις τεχνικές που μπορούν να εφαρμοστούν, τα δυνατά και τα αδύνατα σημεία του, καθώς και το πόσο απαραίτητος είναι για την επιτυχή αναδιοργάνωση του δημόσιου τομέα. Επιπλέον, ερευνά τη συνεισφορά της Αναδιοργάνωσης στη δημιουργία ηλεκτρονικής διακυβέρνησης, στο επίκεντρο της οποίας είναι ο πολίτης. Επίσης, παρουσιάζονται οι προοπτικές και ενδεχόμενα προβλήματα του ανασχεδιασμού Στο δεύτερο κεφάλαιο επισημαίνεται η επίδραση των επενδύσεων σε τεχνολογίες πληροφορικής και επικοινωνιών (ICT) και τονίζεται ότι οι τεχνολογίες αυτές χρησιμοποιούνται σήμερα από την πλειοψηφία των οργανισμών για να υποστηρίξουν τη λειτουργία τους, να αναδιοργανώσουν τις διαδικασίες τους, και για να αποκτήσουν πλεονεκτήματα σε σχέση με τους ανταγωνιστές τους. Επίσης αναλύονται οι δυσκολίες που προκύπτουν κατά την εφαρμογή του Ανασχεδιασμού στην περίπτωση της ηλεκτρονικής διακυβέρνησης, λαμβάνοντας υπόψη τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της, τα στάδια που περιλαμβάνει και το περιβάλλον στο οποίο εκτελείται. Πρέπει να υπογραμμιστεί ότι η αλλαγή δεν είναι μία οριστική διαδικασία, αλλά αναπτύσσεται συνεχώς. Συνεπώς, η συνεχής αλλαγή είναι απαραίτητη, και η νέα πρόκληση για κάθε οργανισμό είναι η διατήρηση ενός σταθερού ρυθμού αλλαγής. Προκειμένου να επιτευχθεί κάτι τέτοιο, οι οργανισμοί θα πρέπει να παγιώσουν και να σταθεροποιήσουν την εμπειρία που απέκτησαν κατά την αναδιοργάνωση και να εκπαιδεύσουν το προσωπικό τους στις νέες αλλαγές, με σκοπό να μην γυρίσουν οι οργανισμοί αυτοί στην προηγούμενη κατάσταση πριν την αναδιοργάνωση. Ο σκοπός των τριών πρώτων κεφαλαίων είναι να αναλυθεί και να παρουσιαστεί πώς ένας οργανισμός μπορεί να εισάγει την αλλαγή, εισάγοντας τις έννοιες της αλλαγής των συστημάτων και των μεθοδολογιών που χρησιμοποιούνται για να διευκολύνουν την αλλαγή αυτή. Στα κεφάλαια 5 και 6 γίνεται η παρουσίαση και ανάλυση δυο περιπτώσεων αναδιοργάνωσης επιχειρηματικών διαδικασιών. Η πρώτη μελέτη περίπτωσης παρουσιάζει τον τρόπο με τον οποίο σχεδιάστηκε και εφαρμόστηκε η στρατηγική ηλεκτρονικής διακυβέρνησης της κυβέρνηση της Ιρλανδίας. Επίσης περιγράφεται πώς συντονίστηκαν 50 κυβερνητικές αρχές σε μια προσπάθεια να δημιουργηθεί ένα ενιαίο σημείο πρόσβασης (portal) για υπηρεσίες ηλεκτρονικής διακυβέρνησης. Ωστόσο, δεδομένου ότι η υποδομή για την δικτυακή πύλη αναπτύχθηκε γύρω από τις υφιστάμενες κυβερνητικές δομές, ήταν αναγκαία μια πλήρη και ολοκληρωμένη διαδικασία αναδιοργάνωσης. Η δεύτερη περίπτωση μελέτης περιγράφει το σύστημα TAXISnet του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών της Ελλάδας. Πιο συγκεκριμένα, περιγράφεται το Πληροφοριακό Σύστημα και ακολουθεί η ανάλυση των κυριότερων ζητημάτων που αφορούν τη διαχείριση της αλλαγής και των δυσκολιών που προέκυψαν κατά την εφαρμογή του. Η τελευταία ενότητα παρουσιάζει ένα πλαίσιο για επίτευξη επιτυχημένου οργανωτικού ανασχεδιασμού. Θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι δεν υπάρχει μία και μοναδική λύση, ή “ένας βέλτιστος τρόπος” για το σχεδιασμό μιας οργανωτικής δομής που θα διασφαλίσει την αποτελεσματικότητά της στην πάροδο του χρόνου. Κάτι που είναι λειτουργικό και αποτελεσματικό σε έναν οργανισμό, μπορεί να μην κατάλληλο για έναν άλλο. Συνεπώς, κάθε πρωτοβουλία πρέπει να είναι εξατομικευμένη για κάθε μεμονωμένο οργανισμό, λαμβάνοντας υπόψη την κουλτούρα του και την αξία του συστήματός του. Η διπλωματική εργασία ολοκληρώνεται με την περιγραφή κάποιων ανοιχτών θεμάτων, ώστε να πραγματοποιηθεί περαιτέρω έρευνα στο μέλλον σχετικά με την αναδιοργάνωση στο δημόσιο τομέα. Business Process Reengineering (BPR) came up as a key concept in the 1990s, with a high impact on management and transactions of private companies. However, it has not been so well accepted in public administration. Nowadays, many projects for changes in government are related to electronic government. Information technology (IT) has played a central role in reengineering. Recently, process reorganization has been recognized as being of utmost importance for making e-government implementations successful. According to this, this MSc thesis discusses the role of BPR, its techniques, as well as its strengths and weaknesses, and if it is a required element to go forward. Furthermore, it investigates the role of business process redesign (BPR) in creating citizen-centred egovernment. Moreover, the role of ICT investments is pointed out in the next chapter and it is stated that ICT are used by the majority of today’s organizations in order to support their operations, to reengineer their processes and as a means to achieve and sustain advantage against their competitors. Also, the difficulties in carrying out the BPR in the particular case of e-govemment are analyzed, taking into account the characteristics of this kind of project, the stages that are generally involved and the environment in which it is performed. It is imperative to note that change is not a definitive process, but rather, one that is continually evolving. Therefore, constant change is necessary, and the newchallenge for organizations is to maintain a steady rate of change. In order to facilitate this, organizations must consolidate and standardize what they have previously learned and to constantly train people in the way that they have changed, so that organizations do not revert back to their previous situations. The aim of the first 3 units is to provide a clear understanding of how an organization can initiate change by introducing the concepts of systems change and the methodologies used to facilitate that change. The prospects and potential problems of reengineering will also be discussed to help contribute and enliven the present discourse on reengineering. Chapters 5 and 6 present two reviews of reengineering fundamentals and an analysis of the practice of the technique of Business Process Reengineering. The first case study presents how the Irish Government’s e-government strategy was devised and implemented. It also details how 50 government authorities were co-ordinated in an effort to provide a single point of access (portal) to government e-services. However, as the infrastructure for the portal was developed around existing government structures, a full and complete process redesign was necessary. The second case study describes the TAXISNet system of the Ministry of Economy and Finance in Greece. More specifically, it provides insight in the development of an egovernment project providing electronic tax services and the difficulties it encounters during its implementation. The last section presents a comprehensive reengineering framework for achieving a true organization transformation. It must be taken into consideration that there is no single solution, or 'one best way' to design an organizational form and to ensure its effectiveness over time. What may work in one organization may not be appropriate for another. Therefore, every initiative must be tailor made for each individual company, taking into consideration their culture and value system. In the final section, issues relating to BPR which need to be addressed in the future are suggested.
|
---|