Περίληψη : | Με την παρούσα εργασία επιχειρείται να διερευνηθεί η σημαντικότητα των δεδουλευμένων εσόδων και εξόδων (accruals) και αν αυτά αυξάνουν την πληροφοριακή ικανότητα των κερδών (ΕΒΙΤ) και τη λογιστική αξία των ιδίων κεφαλαίων (book value) ως προς τις μετοχικές αποδόσεις. Πιο αναλυτικά, εξετάζεται αν οι χρηματιστηριακές τιμές εισηγμένων εταιρειών αντικατοπτρίζουν την πληροφορία που περιέχεται κυρίως στα δεδουλευμένα και δευτερευόντως στα καθαρά κέρδη και στη λογιστική αξία των ιδίων κεφαλαίων. Για το σκοπό αυτό χρησιμοποιείται δείγμα 73 εταιρειών, οι οποίες είναι εισηγμένες στα τέσσερα χρηματιστήρια της Ισπανίας και συγκεκριμένα της Μαδρίτης, της Βαρκελώνης, της Βαλένθια και του Μπιλμπάο. Χρησιμοποιώντας στοιχεία για μια πενταετία (2005-2009) γίνεται προσπάθεια να μελετηθεί αν με την υιοθέτηση των Διεθνών Πρότυπων Χρηματοοικονομικής Πληροφόρησης (I.F.R.S.), τα δεδουλευμένα έσοδα και έξοδα των εισηγμένων ισπανικών εταιρειών δίνουν αξία στις μετοχικές αποδόσεις ή αν δεν υπάρχει καμία συσχέτιση αυτών των δύο μεγεθών. Σημειώνεται, ότι το αποτέλεσμα που προέκυψε μετά την ανάλυση των αποτελεσμάτων είναι ότι δεν υπάρχει σημαντική σχέση μεταξύ των accruals και της χρηματιστηριακής τιμής των εταιρειών που αποτέλεσαν το δείγμα και επιπλέον τα δεδουλευμένα δεν αυξάνουν την πληροφοριακή ικανότητα ως προς τις μετοχικές αποδόσεις. Η μελέτη εστιάζεται σε ισπανικές επιχειρήσεις, γιατί η Ισπανία, όπως και η Ελλάδα, είναι μια χώρα με κωδικοποιημένη νομοθεσία και βάσει της βιβλιογραφίας στις χώρες αυτές και πριν την εφαρμογή των I.F.R.S. τα λογιστικά κέρδη «αφομοίωναν» πιο αργά τα οικονομικά γεγονότα σε σχέση με τις χώρες που έχουν εθιμικό δίκαιο. Τα I.F.R.S. θεωρείται ότι έχουν συμβάλει στη μείωση αυτού του φαινομένου, καθώς είναι πρότυπα που έχουν κυρίως στηριχθεί σε αγγλοσαξονικά συστήματα. Τα τελευταία, ιστορικά εστιάζουν στην εξυπηρέτηση των μετόχων, εναποθέτοντας στη διακριτική ευχέρεια των διοικούντων την προετοιμασία των οικονομικών καταστάσεων, εφ’ όσον αυτές δίνουν μια ακριβοδίκαιη εικόνα της χρηματοοικονομικής κατάστασης των επιχειρήσεων. Αυτή η εξυπηρέτηση των μετόχων συνάδει και με την όλη φιλοσοφία των IFRS. Το πρώτο κεφάλαιο είναι μια εισαγωγή στα Διεθνή Πρότυπα Χρηματοοικονομικής Πληροφόρησης. Συγκεκριμένα, γίνεται μια σύντομη ιστορική αναδρομή των προτύπων, παρουσιάζονται ορισμένα βασικά σημεία που αφορούν τις οικονομικές καταστάσεις και γίνεται μια ανάλυση της αρχής του δεδουλευμένου που είναι ο ακρογωνιαίος λίθος των accruals. Βάσει της αρχής αυτής, τα αποτελέσματα προσπαθούν να ενσωματώσουν επιπλέον πληροφόρηση, πέρα των εισπράξεων και των πληρωμών, προκειμένου να παρουσιαστεί μια ολοκληρωμένη εικόνα της εταιρείας. Στο τέλος του πρώτου κεφαλαίου παρουσιάζεται μια μικρή βιβλιογραφική αναφορά σε στοιχεία και συγκρίσεις που έχουν γίνει μεταξύ χωρών με εθιμικό δίκαιο (common law) και χωρών με κωδικοποιημένη νομοθεσία (code law). αχΣτο δεύτερο κεφάλαιο γίνεται μια επισκόπηση βιβλιογραφίας για τα accruals και παρουσιάζονται ευρήματα διεθνών μελετών και ερευνών σχετικά με το πληροφοριακό περιεχόμενο τους και αν αυτά συμβάλλουν στη πρόβλεψη μελλοντικών κερδών. Στο επόμενο κεφάλαιο παρατίθενται διάφοροι ορισμοί των accruals, καθώς και τύποι με τους οποίους διάφοροι μελετητές τα υπολογίζουν. Επιπλέον, αναλύονται τα βασικά συστατικά τους, δηλαδή οι απαιτήσεις, τα αποθέματα, οι πληρωτέοι λογαριασμοί και οι αποσβέσεις, καθώς και οι επιδράσεις που έχουν στις οικονομικές καταστάσεις οι μεταβολές αυτών των λογαριασμών κατά τη διάρκεια ενός ή περισσοτέρων χρήσεων. Στο τέταρτο κεφάλαιο, παρουσιάζεται το υπόδειγμα του Ohlson, το οποίο κατέχει μια ξεχωριστή θέση ως προς την αποτίμηση των μετοχών, καθώς σε αυτό εισάγεται για πρώτη φορά το γεγονός ότι η τιμή μιας μετοχής μπορεί να προσδιοριστεί από τη λογιστική αξία και από την προεξόφληση των μελλοντικών υπερκερδών. Στο ίδιο κεφάλαιο παρουσιάζεται η έρευνα των Barth, Beaver, Hand και Landsman (1999) που έχει σχέση με το προαναφερθέν μοντέλο και αναλύονται τα βασικότερα συμπεράσματα αυτής. Τέλος, στα τελευταία κεφάλαια γίνεται στατιστική ανάλυση υποδειγμάτων και μεταβλητών, μέσω των οποίων, όπως έχει ήδη αναφερθεί, γίνεται μια προσπάθεια να διαπιστωθεί κατά πόσο τα accruals βελτιώνουν την ερμηνευτική ικανότητα των εξεταζόμενων μοντέλων και επηρεάζουν σε βαθμό στατιστικά σημαντικό τις μετοχικές αποδόσεις. Παράλληλα, δίνονται τα βασικά συμπεράσματα της παρούσας εργασίας, καθώς και τα αποτελέσματα στα οποία οδηγηθήκαμε.
|
---|