Λογότυπο αποθετηρίου
 

Διδακτορικές διατριβές

Μόνιμο URI για αυτήν τη συλλογήhttps://pyxida.aueb.gr/handle/123456789/44

Περιήγηση

Πρόσφατες Υποβολές

Τώρα δείχνει 1 - 20 από 39
  • Τεκμήριο
    Building team resilience to drive performance in hybrid work settings
    (2025-03-17) Χαντζή, Αναστασία-Κλεοπάτρα; Hanzis, Anastasia-Kleopatra; Panagiotopoulou, Leda; Chytiri, Dr Alexandra-Paraskevi; Voudouris, Irini; Doumpos, Michalis; Galanaki, Eleanna; IORDANOGLOU, DIMITRA; Papalexandris, Nancy
    Η σύγχρονη πολυπλοκότητα του ασταθούς πολιτικού, κοινωνικού και οικονομικού περιβάλλοντος απαιτεί από τους οργανισμούς να υποστηρίζουν τις ομάδες τους στη βελτίωση της απόδοσης και στην ανάπτυξη της ανθεκτικότητάς τους. Αυτές οι έννοιες καθίστανται κεντρικό σημείο στην ατζέντα της ακαδημαϊκής έρευνας για τους οργανισμούς, σύμφωνα με το σχόλιο του Στήβεν Χόκινγκ: "Νομίζω ότι ο επόμενος αιώνας θα είναι ο αιώνας της πολυπλοκότητας". Παρομοίως, ο Ρζέβσκι ανέφερε ότι "δεν μπορούμε πια να αγνοούμε την ταχύτατα αυξανόμενη πολυπλοκότητα του περιβάλλοντος" (2015, σ. 191). Από την άλλη πλευρά, οι διευθυντές υπέθεταν για χρόνια ότι τα επιχειρηματικά μοντέλα ήταν σχετικά αέναα και σπάνια απαιτούσαν θεμελιώδεις αλλαγές ή τροποποιήσεις. Ωστόσο, ο πρόσφατος εγκλεισμός άλλαξε τη φυσιολογικότητα και εισήγαγε αλλαγές στη θεμελιώδη φύση των οργανισμών. Ο κόσμος γίνεται χαοτικός πιο γρήγορα από ότι οι οργανισμοί γίνονται ανθεκτικοί (Hamel G., 2003). Ως αποτέλεσμα, γίνεται προφανές ότι οι προηγούμενες προσεγγίσεις μας στην επίλυση σύνθετων προβλημάτων δεν είναι πλέον βιώσιμες (LeFay, 2006). Πιο έντονα από ποτέ, οι οργανισμοί αντιμετωπίζουν απρόβλεπτες επιχειρηματικές δυσκολίες καθώς και περιοδικές μεταβολές στη ζήτηση, τον ανταγωνισμό και τις κανονιστικές ρυθμίσεις, που δημιουργούν αβεβαιότητα στο ανταγωνιστικό τους πλεονέκτημα (Hamel G., 2003). Για την εποχή μετά τον COVID, μια από αυτές τις περιοδικές μεταβολές στο εργασιακό περιβάλλον ήταν η εισαγωγή υβριδικών συνθηκών εργασίας, οι οποίες, σε συνδυασμό με τις δομές ομάδων έργων, αυξάνονται ταχύτατα και προσθέτουν επιπλέον πολυπλοκότητα στα σύγχρονα συστήματα εργασίας. Αναπόφευκτα, η ανθεκτικότητα ως δυναμικό, πολυδιάστατο φαινόμενο γίνεται ζωτικής σημασίας για άτομα, ομάδες ατόμων και οργανισμούς, και απαιτεί αποσαφήνιση σε επίπεδο ατόμου και ομάδας. Το θεωρητικό πλαίσιο JD-R χρησιμοποιήθηκε για να εξετάσει τους πόρους εργασίας που επηρεάζουν τη διαδικασία της ομάδας να διαχειριστεί τις χαμηλού αντίκτυπου χρόνιες απαιτήσεις εργασίας σε υβριδικές συνθήκες και δομές έργου. Ο σχεδιασμός της έρευνας υποστηρίζει ότι όταν τα μέλη της ομάδας αντιμετωπίζουν αυτές τις υβριδικές συνθήκες εργασίας και τις δομές έργου ως δυσκολίες, χωρίς αρκετούς κοινωνικούς και ατομικούς πόρους, η ικανότητά τους να «ανακάμψουν» μειώνεται και οι ομάδες επιδεικνύουν χαμηλή ανθεκτικότητα και απόδοση. Η έρευνα εξετάζει την ποιότητα της σύνδεσης της ομάδας, μαζί με την ψυχολογική ασφάλεια της ομάδας και τον ρόλο των ατομικών δεξιοτήτων ανθεκτικότητας, των χαρακτηριστικών προσωπικότητας και της ατομικής ανθεκτικότητας στη διαδικασία αυτή ως κοινωνικούς και ατομικούς πόρους εργασίας. Για να κατανοηθούν οι διάφορες αρχές που επηρεάζουν και να παραχθούν πιο αναλυτικά αποτελέσματα, η έρευνα περιλαμβάνει τρεις μελέτες που εξετάζουν τους μηχανισμούς που χρησιμοποιούν τα μέλη της ομάδας όταν αντιμετωπίζουν παράγοντες πίεσης από τις απαιτήσεις εργασίας. Η πρώτη μελέτη είναι μια επιχειρηματική περίπτωση (N = 25), όπου χρησιμοποιήθηκαν ημιδομημένες συνεντεύξεις για να προσδιορίσουν τα χαρακτηριστικά των απαιτήσεων εργασίας και των πόρων, καθώς και τις απόψεις των εργαζομένων σχετικά με τις υβριδικές συνθήκες εργασίας. Η δεύτερη μελέτη, προσομοίωσε τις παραμέτρους απαιτήσεων εργασίας της πρώτης μελέτης σε μια ομάδα εθελοντών πρωτοετών φοιτητών (N=174), για να παραχθούν ποσοτικά αποτελέσματα σε δύο χρονικά πλαίσια (αρχή και τέλος του εξαμήνου) και να επιβεβαιωθούν οι ερευνητικές ερωτήσεις. Η τρίτη μελέτη σκοπεύει να επαληθεύσει τα προηγούμενα αποτελέσματα μέσω μιας διαχρονικής μελέτης ενός ακαδημαικού έτους, όπου συλλέχθηκαν ποσοτικά και ποιοτικά δεδομένα. Κατά τη διάρκεια της τρίτης μελέτης, ο ερευνητής ακολούθησε μια ομάδα εθελοντών πρωτοετών φοιτητών (N=105) και συνέλεξε δεδομένα σε τρία χρονικά σημεία. Ο σκοπός της τελευταίας μελέτης ήταν να εξετάσει και να συγκρίνει τις συσχετίσεις των παραγόντων που εξετάστηκαν και στις προηγούμενες δυο μελέτες διαχρονικά, και να κατανοήσει τις αντιδράσεις των συμμετεχόντων.
  • Τεκμήριο
    Reconsidering the relationship of human resource management and organizational performance
    Chytiri, Alexandra-Paraskevi; Athens University of Economics and Business, Department of Marketing and Communication; Panayotopoulou, Leda; Guest, David; Papalexandris, Nancy
    In human resource management literature (HRM), there is consistent evidence of an association between human resource management and performance. There is a general assumption that it is HRM practices that are driving organizational performance. However, most past studies are cross-sectional, limiting the ability to determine causality. There are sound theoretical reasons favouring both the view that an increase in the use of HRM practices leads to an increase in performance, but also the view that increased performance will, in turn, lead to an increase in use of HR practices. There is therefore the possibility of a circular relationship. These competing perspectives and their conceptual and empirical bases are outlined, as a first step, in this thesis. The analysis confirms a need for a longitudinal research that allows for the possibility that the causal direction can flow either from HRM practices to performance or from performance outcomes to HRM practices or be bilateral. The thesis presents these possibilities within a new developed analytic framework and examines for the bilateral causality impact between HRM and organizational performance, by using a longitudinal research design.For the purposes of the study tree waves of data on HRM practices from 73 Greek organizations (in manufacturing, merchandising and services sector) have been collected over a period of 13 years. Performance data (both objective and subjective), including measures of profitability and productivity have been collected on an annual basis over the 13 years period. A number of control factors, including ownership/nationality of the organisation, size, and sector are taken into account. The study is placed in a non US/UK based context, in South Europe and namely in Greece, considering in this way a different cultural approach compared to the majority of previous studies. In addition, stemming from its longitudinal design and the fact that the research is conducted in Greece – a country under severe recession, the study succeeds in examining also the impact of economic crisis on the very existence and strength of the HRM practices – organizational performance relationship.
  • Τεκμήριο
    Η ανάπτυξη της ελπίδας σε υγειονομικό προσωπικό και η επίδρασή της στην ικανοποίηση των ασθενών σε μονάδες υγείας
    (2024-05-31) Παυλάκου, Ευγενία; Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Τμήμα Μάρκετινγκ και Επικοινωνίας; Βακόλα, Μαρία; Νικάνδρου, Ειρήνη; Γκυπάλη, Αρετή; Παπαλεξανδρή, Νάνσυ; Ιορδάνογλου, Δήμητρα; Θερίου, Γεώργιος; Παναγιωτοπούλου, Λήδα
    Στην παρούσα Διδακτορική Διατριβή εξετάζεται ο αντίκτυπος που έχει η διεξαγωγή δύο εκπαιδευτικών παρεμβάσεων με στόχο την ανάπτυξη της Ελπίδας σε επαγγελματίες υγείας. Συγκεκριμένα, διερευνάται κατά πόσον η ενδεχόμενη βελτίωση της Ελπίδας στους επαγγελματίες υγείας είναι εφικτό να βελτιώσει και τις άλλες διαστάσεις του Ψυχολογικού Κεφαλαίου, αλλά και αν μία τέτοια βελτίωση μπορεί να συνεισφέρει στην βελτίωση της ικανοποίησης των ασθενών. Κατ’αρχάς, πραγματοποιείται επισκόπηση της θεωρίας της Θετικής Ψυχολογίας, η οποία αποτελεί την βάση της Θετικής Οργανωσιακής Συμπεριφοράς, κατά την οποία η καλλιέργεια μίας θετικής εταιρικής κουλτούρας συμβάλλει στο να απολαμβάνουν οι εργαζόμενοι την εργασία τους και να είναι αποδοτική. Η Θετική Οργανωσιακή Συμπεριφορά περιλαμβάνει τέσσερις διαστάσεις: Ελπίδα, Αυτεπάρκεια, Ανθεκτικότητα και Αισιοδοξία, οι οποίες συγκροτούν το μοντέλο HERO (Hope-Efficacy-Resilience-Optimism). Προέκτασή της αποτελεί η θεωρία του Ψυχολογικού Κεφαλαίου, το οποίο επίσης σχετίζεται με την βελτίωση της ψυχολογικής κατάστασης των εργαζομένων. Η παρούσα διατριβή εστιάζει στον ρόλο της Ελπίδας και του Ψυχολογικού Κεφαλαίου στον χώρο της υγειονομικής περίθαλψης και συγκεκριμένα στην επίπτωση που έχουν καταρχήν στο υγειονομικό προσωπικό, το οποίο με τη σειρά του έρχεται σε επαφή με τους ασθενείς. Στην συνέχεια περιγράφεται η δομή και η διεξαγωγή των εκπαιδευτικών παρεμβάσεων και αναλύονται τα αποτελέσματά τους, από τα οποία προκύπτει ότι υπάρχει σαφής βελτίωση όχι μόνο στην Ελπίδα, αλλά και συνολικά στις διαστάσεις του Ψυχολογικού Κεφαλαίου στις ομάδες υγειονομικών που έλαβαν μέρος στις εκπαιδευτικές παρεμβάσεις. Επιπλέον στις ομάδες αυτές κατεγράφη και αυξημένο επίπεδο ικανοποίησης των ασθενών, τους οποίους διαχειρίστηκαν. Τέλος, αναλύονται εκτενώς οι περιορισμοί της έρευνας, αλλά και προτείνονται μελλοντικές εφαρμογές παρεμβάσεων με στόχο την βελτίωση της Ελπίδας.
  • Τεκμήριο
    Status-seeking behavior via an evolutionary framework
    (2023-10-31) Ταμιωλάκης, Γεώργιος; Tamiolakis, Georgios; Athens University of Economics and Business, Department of Marketing and Communication; Argouslidis, Paraskevas; Skarmeas, Dionysios; Kokkinaki, Flora; Stathakopoulos, Vlasis; Saridakis, Charalampos (Babis); Andronikidis, Andreas; Baltas, George
    Ο σκοπός αυτής της διατριβής είναι να αποκαλύψει τα κίνητρα πίσω από την κατανάλωση πολυτελείας με γνώμονα την κατάσταση και την περίπλοκη δυναμική μεταξύ των βασικών της στοιχείων. Αυτή η έρευνα περιλαμβάνει τη χρήση δύο διαδικτυακών ερευνών μεγάλης κλίμακας για την εμπειρική δοκιμή των υποθέσεων μας.Σκοπός της πρώτης μελέτης είναι να διερευνήσει τον αντίκτυπο των διαφορετικών μορφών κατανάλωσης και του υλισμού στην υποκειμενική ευημερία. Τα ευρήματα από την πρώτη έρευνα υποδηλώνουν ότι τα άτομα που παρακινούνται από ένα ισχυρό κίνητρο για την επίτευξη κοινωνικής θέσης είναι πιο πιθανό να εμπλακούν στην κατανάλωση αγαθών που συμβολίζουν και προσδίδουν κύρος, ενώ μπορούν επίσης να διαθέτουν υλιστικές αξίες. Τα ευρήματα ενισχύουν την αντίληψη ότι η κατανάλωση κύρους είναι πρόδρομος της κατανάλωσης πολυτελείας. Επιπλέον, τα εμπειρικά δεδομένα τονίζουν ότι η υποκειμενική ευημερία επηρεάζεται θετικά από την κατανάλωση κύρους. Παραδόξως, τα αποτελέσματα έδειξαν ότι η «λιγότερο κοινωνική» κατανάλωση και η απόδοση μεγάλης σημασίας στα υλικά αγαθά επηρεάζουν αρνητικά την υποκειμενική ευημερία. Ο στόχος της δεύτερης μελέτης είναι να εμβαθύνει στις περίπλοκες σχέσεις μεταξύ του κύρους ως θεμελιώδες κινήτρου, της κατανάλωσης κύρους, της επιδεικτικής και μη κατανάλωσης πολυτελείας, του υλισμού και της υποκειμενικής ευημερίας. Τα εμπειρικά μας αποτελέσματα από μια μεγάλης κλίμακας διαδικτυακή έρευνα επικύρωσαν ότι τα άτομα με έντονο εγγενές κίνητρο για κοινωνικό κύρος είναι πιο πιθανό να επιδιώξουν αγαθά που συμβολίζουν το κύρος. Συγκεκριμένα, η σχέση μεταξύ της κατανάλωσης κύρους και της επιδεικτικής κατανάλωσης εμφανίστηκε ως στατιστικά σημαντική. Αυτή η μελέτη επεξηγεί επίσης τη θετική επίδραση της κατανάλωσης κύρους στην επιθυμία να συνδεθεί κανείς με την «ελίτ» της αγοράς προϊόντων πολυτελείας. Από όσο γνωρίζουμε, αυτή είναι η πρώτη εμπειρική μελέτη που εξετάζει τον αντίκτυπο αυτών των διαφορετικών μορφών κατανάλωσης που επιδιώκονται για λόγους κοινωνικής θέσης στην υποκειμενική ευημερία των καταναλωτών, προσφέροντας νέες προοπτικές σε αυτή την περίπλοκη σχέση.
  • Τεκμήριο
    A neuromarketing investigation of the impact of environmental stimuli on consumer behavior
    (2023-09-21) Gkaintatzis, Athanasios; Γκαϊντατζής, Αθανάσιος; Athens University of Economics and Business, Department of Marketing and Communication; Constantinides, Efthymios; van der Lubbe, Rob; Baltas, George; Stathakopoulos, Vlasis; Indounas, Konstantinos; Skarmeas, Dionysios; Karantinou, Kalipso
    Τα περιβαλλοντικά ερεθίσματα έχουν επιρροή στη συμπεριφορά των ατόμων, επηρεάζοντας τις αντιδράσεις τους. Η μουσική και τα αρώματα, παραδείγματος χάριν, που είναι βασικά περιβαλλοντικά στοιχεία, δύνανται να επηρεάσουν τις γνωστικές και συναισθηματικές αντιδράσεις τους και ως εκ τούτου, προσελκύουν ερευνητικό ενδιαφέρον. Τα ακαδημαϊκά πεδία, τα οποία ασχολούνται με τη διερεύνηση των επιδράσεων των περιβαλλοντικών ερεθισμάτων στους καταναλωτές, ονομάζονται «servicescapes» και «atmospherics», ενώ τα ακαδημαϊκά υποπεδία που εξετάζουν -πιο συγκεκριμένα- την επίδραση της μουσικής και των αρωμάτων στους καταναλωτές, ονομάζονται «musicscapes» και «scentscapes» αντίστοιχα. Παρόλο που η υπάρχουσα βιβλιογραφία για τα «musicscapes» και «scentscapes» είναι ευρεία, σε ορισμένες περιπτώσεις, παρατηρούνται αδιευκρίνιστα, καθώς και αντικρουόμενα ερευνητικά ευρήματα. Όσο αφορά τα «musicscapes», ένα τέτοιο παράδειγμα, είναι η επίδραση συγκεκριμένων στοιχείων της μουσικής, όπως το τέμπο της και η επίδρασή του αφενός στις γνωστικές (cognitive) αντιδράσεις του ατόμου, όπως η προσοχή (attention) και αφετέρου στις συναισθηματικές (emotional) του αντιδράσεις, όπως η διέγερση (arousal) και η ευχαρίστηση (satisfaction). Επίσης, η επίδραση του τέμπο της μουσικής στις συμπεριφορικές (behavioral) αντιδράσεις, όπως οι τάσεις προσέγγισης (approach) ή αποφυγής (avoidance), χρειάζονται περαιτέρω διερεύνηση. Επιπλέον, αδιευκρίνιστα ερευνητικά ευρήματα παρατηρήθηκαν και κατά την μελέτη της βιβλιογραφίας που σχετίζεται με τα «scentscapes» και συγκεκριμένα με την επίδραση συγκεκριμένων αρωμάτων, όπως της λεβάντας και της μέντας, το πρώτον στις γνωστικές αντιδράσεις των ατόμων, όπως η προσοχή, στις συναισθηματικές τους αντιδράσεις, όπως η διέγερση και η ευχαρίστηση και τέλος στις συμπεριφορικές τους αντιδράσεις, όπως η τάση προσέγγισης ή αποφυγής. Οι ερευνητικές αυτές ασυνέπειες ενδεχομένως προκύπτουν λόγω της χρήσης συμβατικών μεθόδων έρευνας μάρκετινγκ -όπως ερωτηματολογίων- και των περιορισμών που η χρήση τους επιφέρει, όπως -μεταξύ άλλων- το ότι εξαρτώνται από την ικανότητα και την θέληση των ερωτηθέντων να απαντήσουν σε αυτά άρτια και με ειλικρίνεια.Η χρήση νευροεπιστημονικών (neuroscientific) μεθόδων έρευνας αναμένεται να υπερνικήσει αυτούς τους περιορισμούς και να αποσαφηνίσει τις ασυνέπειες που έχουν παρατηρηθεί στις σχετικές έρευνες, παρέχοντας νευροεπιστημονικά δεδομένα και οδηγώντας τοιουτοτρόπως σε πληθώρα ευρημάτων σχετικά με την επίδραση των «musicscapes» και «scentscapes». Σε αυτή τη διδακτορική διατριβή χρησιμοποιείται το ευρέως διαδεδομένο εργαλείο του ηλεκτροεγκεφαλογραφήματος (EEG), προκειμένου να διερευνηθούν οι επιδράσεις της μουσικής και των αρωμάτων στη συμπεριφορά των καταναλωτών, καθώς η μέθοδος αυτή παρέχει εξαιρετική χρονική απεικόνιση (temporal acuity), όταν μελετώνται ταχέως εξελισσόμενα φαινόμενα. Η διατριβή διανθίζεται σε τέσσερις μελέτες: μια συστηματική βιβλιογραφική ανασκόπηση (SLR), η οποία προσδιορίζει, συνθέτει και αναλύει με συστηματικό τρόπο όλες τις διαθέσιμες μελέτες, που χρησιμοποίησαν τη μέθοδο του ηλεκτροεγκεφαλογραφήματος και διερεύνησαν τις επιπτώσεις της μουσικής και των διαστάσεών της στα άτομα και τις αντιδράσεις τους, μια δεύτερη συστηματική βιβλιογραφική ανασκόπηση, η οποία ερευνά με τον παραπάνω τρόπο και με την ίδια μέθοδο την επίδραση της οσμής και των διαστάσεών της στα άτομα και τις αντιδράσεις τους, μια εργαστηριακή πειραματική μελέτη που χρησιμοποιεί τη μέθοδο του ηλεκτροεγκεφαλογραφήματος για να διερευνήσει τις επιπτώσεις του τέμπο (αργό, μεσαίο, γρήγορο) στις αντιδράσεις των συμμετεχόντων και τέλος, μια άλλη εργαστηριακή πειραματική μελέτη που χρησιμοποιεί την ίδια μέθοδο για να διερευνήσει τις επιπτώσεις του είδους του αρώματος (λεβάντα, ουδέτερο, μέντα) στις αντιδράσεις των συμμετεχόντων.Από την πρώτη συστηματική βιβλιογραφική ανασκόπηση ανακύπτει ότι, η μουσική επηρεάζει τις γνωστικές και συναισθηματικές αποκρίσεις των ατόμων, επιδρώντας στην προσοχή, στη μνήμη, στα συναισθήματα και στη συνολική διέγερση τους, διαμορφώνοντας μια συναισθηματική χαλαρότητα και μειώνοντας την προσοχή τους. Από τη δεύτερη συστηματική βιβλιογραφική ανασκόπηση προκύπτει ότι, τα αρώματα επιδρούν επίσης στα άτομα, επηρεάζοντας τις γνωστικές και συναισθηματικές αποκρίσεις τους, με τα αρώματα μέντας και φρούτων να προκαλούν συναισθηματική διέγερση, τη λεβάντα να προκαλεί συναισθηματική χαλάρωση και τάσεις προσέγγισης, τα αρώματα λουλουδιών να αυξάνουν την προσοχή, τη διέγερση, το ενδιαφέρον και τη συγκέντρωση, ενώ οι αποκρουστικές μυρωδιές να μειώνουν την προσοχή. Και οι δύο παραπάνω βιβλιογραφικές ανασκοπήσεις παραθέτουν μια ολοκληρωμένη αξιολόγηση της επίδρασης της μουσικής και των αρωμάτων στα άτομα, παρέχουν σημαντικά συμπεράσματα για τη συμπεριφορά των καταναλωτών, επισημαίνουν τις τρέχουσες τάσεις στις ερευνητικές μεθόδους του ηλεκτροεγκεφαλογραφήματος και εντοπίζουν ερευνητικά κενά και κατευθύνσεις για περαιτέρω έρευνα στα επιστημονικά πεδία των «servicescapes» και νευρομάρκετινγκ. Με τις πειραματικές μελέτες ηλεκτροεγκεφαλογραφήματος διερευνήθηκαν οι περιοχές εκείνες που αναδείχθηκαν από τις βιβλιογραφικές ανασκοπήσεις, ως άξιες περαιτέρω μελέτης. Από την πρώτη εργαστηριακή πειραματική μελέτη ηλεκτροεγκεφαλογραφήματος προέκυψε ότι ο ρυθμός της μουσικής επηρεάζει τη συναισθηματική διέγερση, την προσοχή και την ικανοποίηση των ατόμων, ενώ από τη δεύτερη μελέτη διαπιστώθηκε ότι, το είδος του αρώματος επηρεάζει τον γνωστικό και νοητικό έλεγχο, την ικανοποίηση και τις συμπεριφορικές τάσεις προσέγγισης/αποφυγής. Συνολικά, οι τέσσερις μελέτες αυτής της διδακτορικής διατριβής αποδεικνύουν την ύπαρξη αρκετών στοιχείων, τα οποία υποδηλώνουν ότι, τόσο η μουσική όσο και το άρωμα επιδρούν στα άτομα, επηρεάζοντας τις γνωστικές, συναισθηματικές και συμπεριφορικές τους αντιδράσεις. Με βάση αυτά τα ευρήματα, προσδιορίζονται οι τρέχουσες τάσεις και κατευθύνσεις για περαιτέρω έρευνα σχετικά με την επίδραση της μουσικής και των αρωμάτων στα άτομα με τη χρήση του ηλεκτροεγκεφαλογραφήματος, ενώ ταυτόχρονα παρατίθενται οι ακαδημαϊκές, μεθοδολογικές και κοινωνικές επιπτώσεις, καθώς και επιδράσεις στην επιχειρηματική πρακτική της συγκεκριμένης διδακτορικής διατριβής.
  • Τεκμήριο
    Διαπροσωπική σύγκρουση εργαζομένων: ο ρόλος της στην ψυχική υγεία και στις εργασιακές στάσεις και η εξέλιξη της συγκρουσιακής σχέσης
    (2023-09-27) Λαζανάκη, Βέρα; Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Τμήμα Μάρκετινγκ και Επικοινωνίας; Ξανθοπούλου, Δέσποινα; Μπέλλου, Βικτώρια; Θερίου, Γεώργιος; Γκορέζης, Παναγιώτης; Γεωργαντά, Αικατερίνη; Νικάνδρου, Ειρήνη; Βακόλα, Μαρία
    Η παρούσα διδακτορική διατριβή έχει ως σκοπό τη διερεύνηση της έννοιας της διαπροσωπικής σύγκρουσης, την ανατομία των συγκρουσιακών σχέσεων και την πορεία τους στον χρόνο, αρχικά σε ατομικό επίπεδο, μέσω της έρευνας ημερολογίου (1η έρευνα) και μετέπειτα σε επίπεδο φαινομένου μέσω διαχρονικής ποιοτικής έρευνας (2η έρευνα). Ως προς το ατομικό επίπεδο (1η έρευνα), διερευνήθηκε μέσω ποσοτικής έρευνας ημερολογίου σε καθημερινό επίπεδο το πως η διαπροσωπική σύγκρουση μεταξύ των εργαζομένων επηρέασε την εντός και εκτός καθηκόντων απόδοση και την συναισθηματική τους εξάντληση. Επιπρόσθετα, διερευνήθηκε εάν και πώς τροποποιείται αυτή η σχέση από την αποσύνδεση που μπορεί να έχουν επιτύχει ή όχι οι εργαζόμενοι μετά από μια διαπροσωπική σύγκρουση στην εργασία τους, καθώς και από την εργασιακή δέσμευση που νιώθουν. Η διερεύνηση των συγκεκριμένων σχέσεων βασίστηκε στο θεωρητικό μοντέλο «Στρεσογόνος Παράγοντας – Αποσύνδεση» (Stressor – Detachment Model), το οποίο εξετάζει το πως επηρεάζουν οι στρεσογόνοι παράγοντες την ψυχική υγεία των εργαζομένων μέσω της αρνητικής τους επίδρασης στην αποσύνδεση των εργαζομένων τις ώρες εκτός εργασίας. Επίσης, έγινε προσπάθεια να επεκταθεί το μοντέλο «Στρεσογόνος Παράγοντας – Αποσύνδεση» με την μελέτη της μεταβλητής της απόδοσης εντός και εκτός καθηκόντων. Ως προς το επίπεδο φαινομένου (2η έρευνα), διεξήχθη μια ποιοτική διαχρονική έρευνα, με σκοπό τη διερεύνηση του φαινομένου της διαπροσωπικής σύγκρουσης και την καταγραφή της πορείας των εργασιακών συγκρουσιακών σχέσεων στον χρόνο. Ο χρόνος είναι το μέσο μέσω του οποίου οι σχέσεις, και ειδικά οι συγκρουσιακές, εξελίσσονται και αλλάζουν και δεν έχει ακόμη ενσωματωθεί συστηματικά στην έρευνα σχέσεων και αξίζει να μελετηθεί. Τα ερευνητικά ερωτήματα που μελετήθηκαν αφορούν το ποιοι είναι οι λόγοι διαπροσωπικής σύγκρουσης των εργαζομένων στην εργασία, ποιες είναι οι συνέπειες (ψυχολογικές και εργασιακές) που προκαλεί η διαπροσωπική σύγκρουση των εργαζομένων στην εργασία, αν οι εργαζόμενοι που βιώνουν μια διαπροσωπική σύγκρουση αναρρώνουν εκτός δουλειάς και ποια είναι η πορεία της συγκρουσιακής σχέσης και η εξέλιξή της μέσα σε ένα χρόνο, σχετικά με τα αίτια της και τις συνέπειες στη ψυχική υγεία και στη συμπεριφορά του εργαζόμενου. Τα αποτελέσματα των δύο ερευνών που διεξήχθησαν oδήγησαν στο συμπέρασμα ότι οι διαπροσωπικές συγκρούσεις στον χώρο εργασίας επηρέασαν την συναισθηματική εξάντληση και την απόδοση του εργαζόμενου. Η έρευνα ανέδειξε ότι οι συνθήκες αυτές μπορεί να αλλάξουν, όταν ο εργαζόμενος έχει αναρρώσει από την εργασία του και νιώθει εργασιακά δεσμευμένος.
  • Τεκμήριο
    Innovative work behaviour and innovation in the public sector: an individual differences‐, leadership‐, and contextual‐ perspective
    (2023-06-20) Κουσίνα, Ελισάβετ; Kousina, Elisavet; Athens University of Economics and Business, Department of Marketing and Communication; Nikolaou, Ioannis; Galanaki, Eleanna; Spanos, Yannis; Soderquist, Klas-Eric; Deligianni, Ioanna; Kefis, Vassilis; Voudouris, Irini
    Η καινοτομία στους οργανισμούς του δημόσιου τομέα αποτελεί κρίσιμο ζήτημα, καθώς προσπαθούν να αντιμετωπίσουν πρωτοφανείς προκλήσεις λόγω των δημοσιονομικών, δημογραφικών, υγειονομικών και οικολογικών πιέσεων σε συνδυασμό με τις αυξανόμενες προσδοκίες των πολιτών για πιο ευέλικτη και υπεύθυνη κυβέρνηση (Neo, Grimmelikhuijsen & Tummers, 2022; Lewis et al., 2018; De Vries et al., 2016; Clausen et al., 2020). Από την άποψη αυτή, η καινοτόμος εργασιακή συμπεριφορά των εργαζομένων είναι σημαντική (Miao et al., 2018), δεδομένου ότι μπορεί να συμβάλει στην πραγματοποίηση των αλλαγών και στην παραγωγή δημόσιας αξίας για τους πολίτες (Moore, 2014). Η παρούσα διατριβή, αντλώντας από τη βιβλιογραφία της καινοτομίας του δημόσιου τομέα και της ηγεσίας, διερευνά το ρόλο συγκεκριμένων ατομικών χαρακτηριστικών και παραγόντων του ευρύτερου πλαισίου στην προώθηση της καινοτόμου εργασιακής συμπεριφοράς των υπαλλήλων του δημόσιου τομέα, καθώς και των διεργασιών που συνεισφέρουν στη συνολική καινοτομική επίδοση φορέων και οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και τη δημιουργία δημόσιας αξίας.Το μοντέλο που αναπτύχθηκε διερευνήθηκε εμπειρικά με τη χρήση δείγματος 320 δημοσίων υπαλλήλων σε 110 τμήματα φορέων και οργανισμών της τοπικής αυτοδιοίκησης γύρω από την ευρύτερη περιοχή των δύο μεγαλύτερων πόλεων της Ελλάδας, λαμβάνοντας υπόψιν τον αριθμό των κατοίκων ως δείκτη για το μέγεθος του δήμου. Τα δεδομένα συλλέχθηκαν μεταξύ 2020-2021 βάσει δύο διαφορετικών ερωτηματολογίων (το πρώτο χορηγήθηκε στον προϊστάμενο του τμήματος και το δεύτερο στους υπαλλήλους), κατά τη διάρκεια προσωπικών συναντήσεων με τους προϊσταμένους και τους υπαλλήλους στα γραφεία των δήμων.Χρησιμοποιώντας δεδομένα πολλαπλών πηγών και πολλαπλών επιπέδων, τα αποτελέσματα έδειξαν ότι η προληπτική προσωπικότητα και η προσανατολισμένη στην προαγωγή ψυχολογική ιδιοκτησία, όσον αφορά τα χαρακτηριστικά σε ατομικό επίπεδο, σχετίζονται θετικά με την καινοτόμο εργασιακή συμπεριφορά των εργαζομένων. Επιπλέον, τα αποτελέσματα της ιεραρχικής γραμμικής μοντελοποίησης ανέδειξαν ότι οι παράγοντες του πλαισίου, όπως η αμφίδρομη ηγεσία, το κλίμα καινοτομίας και ευελιξίας, το κλίμα ενσωμάτωσης και η διαθεσιμότητα πόρων, σχετίζονται θετικά με την καινοτόμο εργασιακή συμπεριφορά των εργαζομένων, ενώ ο συγκεντρωτισμός και η γραφειοκρατία σχετίζονται αρνητικά με την καινοτόμο εργασιακή συμπεριφορά των εργαζομένων.Όσον αφορά τους παράγοντες που επηρεάζουν τις καινοτομικές επιδόσεις των εργασιακών μονάδων, διαπιστώθηκε ότι η μέση καινοτόμος εργασιακή συμπεριφορά, η αμφίδρομη ηγεσία και το κλίμα εξωστρέφειας αποτελούν τους κύριους παράγοντες προώθησης των διερευνητικών καινοτομιών, ενώ ο συγκεντρωτισμός τεκμηριώθηκε ότι λειτουργεί ως εμπόδιο σε αυτό το είδος καινοτομίας.Όσον αφορά την εκμεταλλευτική καινοτομία, τα αποτελέσματα έδειξαν ότι ο φορμαλισμός αναστέλλει αυτή την καινοτομική επίδοση. Επιπρόσθετα, διαπιστώθηκε ότι η ηλικία της μονάδας εργασίας ασκεί διαφορετικές επιδράσεις στις διερευνητικές και εκμεταλλευτικές καινοτομίες. Συγκεκριμένα, εντοπίστηκε θετική και αρνητική σχέση μεταξύ της ηλικίας της εργασιακής μονάδας και της εκμεταλλευτικής και διερευνητικής καινοτομίας, αντίστοιχα.Υπό το πρίσμα των ευρημάτων, συζητούνται σημαντικές συνέπειες για τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής, τους δημόσιους διαχειριστές και τις διαδικασίες προαγωγής και πρόσληψης του δημόσιου τομέα.
  • Τεκμήριο
    Μια διερευνητική μελέτη των σχέσεων μάρκετινγκ και πωλήσεων: προσδιοριστικοί παράγοντες και επιπτώσεις
    (2010) Λιονάκης, Κωνσταντίνος; Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Τμήμα Μάρκετινγκ και Επικοινωνίας; Γούναρης, Σπυρίδων; Παπαβασιλείου, Νικόλαος; Δημητριάδης, Σέργιος; Πανηγυράκης, Γεώργιος; Κουρεμένος, Αθανάσιος; Λυμπερόπουλος, Κωνσταντίνος; Αυλωνίτης, Γεώργιος
    Η διατριβή εστιάζει στις σχέσεις μεταξύ του Μάρκετινγκ και των Πωλήσεων, διερευνώντας συγκεκριμένους οργανωτικούς και λειτουργικούς παράγοντες ως πηγές σύγκρουσης Μάρκετινγκ-Πωλήσεων, καθώς και τις συνέπειες αυτής της σύγκρουσης στην απόδοση της εταιρείας. Με βάση τα δεδομένα που συλλέχθηκαν από διευθυντές μάρκετινγκ και πωλήσεων 132 εταιρειών καταναλωτικών αγαθών, η διατριβή προσδιορίζει ως πηγές σύγκρουσης μάρκετινγκ-πωλήσεων (α) το χαμηλό βαθμό προσανατολισμού προς την αγορά, (β) τις ασυμβατότητες στις αντιλήψεις των υπευθύνων μάρκετινγκ και πωλήσεων σχετικά με τη στρατηγική της εταιρείας τους, (γ) το άνισο επίπεδο ισχύος μεταξύ των τμημάτων Μάρκετινγκ και Πωλήσεων στο εσωτερικό περιβάλλον της εταιρείας, (δ) τις διαφορές στις αντιλήψεις των διευθυντών μάρκετινγκ και πωλήσεων σχετικά με τη σημασία των βασικών δραστηριοτήτων μάρκετινγκ και (ε) τη χαμηλή ποιότητα συνεργασίας μεταξύ των τμημάτων Μάρκετινγκ και Πωλήσεων για την εκτέλεση αυτών των δραστηριοτήτων, και ως συνέπεια αυτής της σύγκρουσης η μειωμένη απόδοση της εταιρείας. Η προτάσεις τις διατριβής αφορούν κυρίως σε καθοδήγηση προς την ανώτατη διοίκηση σχετικά με την οργάνωση και τις σχέσεις των Πωλήσεων και του Μάρκετινγκ, ενώ συζητούνται περαιτέρω επιπτώσεις της διατριβής.
  • Τεκμήριο
    Human resource management and employer branding for high-performing small and medium-sized enterprises
    (2023-02-28) Ζωγράφου, Ειρήνη; Zografou, Irene; Athens University of Economics and Business, Department of Marketing and Communication; Panagiotopoulou, Leda; Voudouris, Irini; Nikandrou, Irene; Gkypali, Areti; Papalexandri, Nancy; Deligianni, Ioanna; Galanaki, Eleanna
    Τις τελευταίες δύο δεκαετίες, το Employer Branding (EB) έχει προσελκύσει την προσοχή των ακαδημαϊκών και επαγγελματιών στον χώρο της Διοίκησης Ανθρώπινου Δυναμικού (ΔΑΔ) αλλά και του Μάρκετινγκ. Παρά την τρέχουσα συζήτηση στη βιβλιογραφία σχετικά με τις επιδράσεις της ΔΑΔ και του ΕΒ στην οργανωσιακή απόδοση μεγάλων επιχειρήσεων, σχετικές έρευνες οι οποίες μελετούν τις επιδράσεις της ΔΑΔ και του ΕΒ στην οργανωσιακή απόδοση Μικρομεσαίων Επιχειρήσεων (ΜμΕ), κρίνονται περιορισμένες. Στην παρούσα διδακτορική διατριβή, διεξάγουμε δύο ποιοτικές (μελέτη 1, μελέτη 2) και μία ποσοτική μελέτη (μελέτη 3), και εξετάζουμε τον αντίκτυπο της ΔΑΔ και του ΕΒ στην απόδοση ΜμΕ. Η μελέτη 1, αποκάλυψε διαφορετικούς συνδυασμούς πρακτικών ΔΑΔ υψηλής οργανωσιακής απόδοσης, οι οποίες πρακτικές εφαρμόζονται κάτω απο συγκεκριμένες οργανωσιακές συνθήκες Μικρομεσαίων Ξενοδοχείων (ΜμΞ). Η εν λόγω μελέτη δείχνει πως δεν υπάρχει μόνο ένας βέλτιστος τρόπος προκειμένου να επιτευχθεί υψηλή οργανωσιακή απόδοση, καταρρίπτοντας την “one-size-fits-all” προσέγγιση της ΔΑΔ. Επεκτείνοντας τη μελέτη 1, η μελέτη 2 φανερώνει τη σημαντικότητα της συνέργειας της ΔΑΔ με το ΕΒ για υψηλή οργανωσιακή απόδοση. Ένα πολύ σημαντικό εύρημα έγκειται στο ότι μόνο τα ΜμΞ τα οποία διαθέτουν επαρκή επίπεδα εφαρμογής της ΔΑΔ και υψηλά επίπεδα ΕΒ, παρουσιάζουν υψηλές πιθανότητες να πετύχουν υψηλή οργανωσιακή απόδοση. Στη μελέτη 3, μελετήσαμε ως εξαρτημένες μεταβλητές την ατομική (εργαζόμενος) και την οργανωσιακή απόδοση (επιχείρηση), καθώς και εισαγάγαμε την έννοια του EB discrepancy. Χρησιμοποιώντας μια πολυεπίπεδη ανάλυση 524 εργαζομένων σε 55 ελληνικές ΜμΕ, αποδεικνύουμε πως η πρόθεση της διοίκησης της επιχείρησης να ασχοληθεί με το EB, συνδέεται θετικά και με τα δύο επίπεδα απόδοσης μέσω των διαμεσολαβητικών επιδράσεων της ΔΑΔ. Επιπρόσθετα, τα αποτελέσματα της μελέτης επιβεβαιώνουν τις διαμεσολαβητικές επιδράσεις του EB discrepancy μεταξύ της ΔΑΔ και της ατομικής απόδοσης. Τέλος, ενσωματώνοντας τις θεωρίες της σηματοδότησης και της κοινωνικής ανταλλαγής, η εν λόγω διατριβή αποκαλύπτει τους υποκείμενους μηχανισμούς που εξηγούν τις σχέσεις μεταξύ ΔΑΔ, EB, και απόδοσης. Συζητούνται αποτελέσματα και δίνονται προτάσεις για μελλοντικές έρευνες, αναδεικνύοντας νέες οδούς για την κατανόηση της συμβολής της ΔΑΔ και του EB στο πλαίσιο των ΜμΕ.
  • Τεκμήριο
    Acquirers' and targets' reactions to post-acquisition’s integration process: a qualitative and a quantitative study of associated antecedents and outcomes
    (2023) Μαυράκη, Ευαγγελία-Ζωή; Mavraki, Evangelia-Zoi; Athens University of Economics and Business, Department of Marketing and Communication; Papadakis, Vassilis; Papalexandris, Alexandros; Sarri, Aikaterini; Nikandrou, Irene; Thanos, Ioannis; Gkorezis, Panagiotis; Vakola, Maria
    Η διατριβή χρησιμοποιεί τόσο ποιοτικά όσο και ποσοτικά δεδομένα για να εξετάσει την επιρροή του αντίκτυπου, του πλαισίου, της διαδικασίας και των προσωπικών παραγόντων μιας εξαγοράς στις αντιδράσεις των εργαζομένων απέναντι στην εξαγορά και, με τη σειρά τους, τον αντίκτυπό τους στην επιτυχία της ολοκλήρωσης της εξαγοράς. Ο κύριος σκοπός της ποιοτικής μελέτης είναι η εις βάθος διερεύνηση των γνωστικών αξιολογήσεων, των συναισθηματικών και των συμπεριφορικών αντιδράσεων των εργαζομένων έναντι των εξαγορών, και του τρόπου με τον οποίο αυτά συνδέονται με τη διαδικασία και τα αποτελέσματα της ενσωμάτωσης της εξαγοράς. Επιπλέον, η ποιοτική μελέτη εξετάζει τον τρόπο με τον οποίο οι αντιδράσεις των εργαζομένων μεταβάλλονται με την πάροδο του χρόνου, από τη στιγμή της ανακοίνωσης της επερχόμενης εξαγοράς έως και ένα χρόνο μετά την έναρξη της ενσωμάτωσης, καθώς και τους λόγους και τα αποτελέσματα αυτών μεταβολών. Τέλος, παρέχει μια σύγκριση μεταξύ των αντιδράσεων των εργαζομένων από την εξαγοράστρια και της εξαγορασθείσα εταιρία. Όσον αφορά την ποσοτική μελέτη, κεντρικός στόχος της είναι η διερεύνηση της σχέσης της ταύτισης των εργαζομένων με τον οργανισμό μετά την εξαγορά με τις στάσεις τους (ετοιμότητα αλλαγής) απέναντι σε άλλες πιθανές μελλοντικές οργανωσιακές αλλαγές. Η ποσοτική μελέτη διερευνά επίσης την επίδραση του αντίκτυπου (όφελος οργανισμού), της διαδικασίας (υποστήριξη προϊστάμενου) και του πλαισίου της αλλαγής (βαθμός ολοκλήρωσης ενσωμάτωσης), καθώς και του προσωπικού παράγοντα (αυτο-αποτελεσματικότητα στην αλλαγή), στην ενσωμάτωση της εξαγοράς και την απόδοση των εργαζομένων. Μια σημαντική συνεισφορά της ποσοτικής μελέτης είναι η εξέταση των αξιολογήσεων των προϊσταμένων σχετικά με την προσαρμοστική απόδοση των υφισταμένων τους μετά την εξαγορά, σε συνδυασμό με τις αυτό-αναφορές των υπαλλήλων τους σχετικά με τις αντιλήψεις και τις αντιδράσεις τους στην αλλαγή.Τα αποτελέσματα της ποιοτικής και ποσοτικής μελέτης, χρησιμοποιώντας πολλαπλές μεθόδους συλλογής δεδομένων, ρίχνουν πολύτιμο φως στο μυστήριο του υψηλού ποσοστού αποτυχίας των εξαγορών. Συζητούνται επίσης θεωρητικές και πρακτικές επιπτώσεις.
  • Τεκμήριο
    An empirical investigation into product rollover decisions: evidence from the UK
    (2022-09-30) Κυριακόπουλος, Νικόλαος; Kyriakopoulos, Nikolaos; Athens University of Economics and Business, Department of Marketing and Communication; Baltas, George; Skarmeas, Dionysios; Stathakopoulos, Vlasis; Siomkos, Georgios; Vassiliadis, Christos; Rigopoulos, Konstantinos; Argouslidis, Paraskevas
    Η διδακτορική διατριβή μελετά την σημαντική επιχειρησιακά, αλλά ανεπαρκώς ερευνημένη διαδικασία αντικατάστασης προϊόντος (product rollover), η οποία αποτελείται από δύο διαδικασίες: α) την εισαγωγή της νέας γενιάς προϊόντος στην αγορά και β) τη σταδιακή ή άμεση κατάργηση της παλαιάς γενιάς από την αγορά. Η εμπειρική διερεύνηση σε δείγμα 179 επιχειρήσεων του Ηνωμένου Βασιλείου προσδιόρισε παράγοντες επηρεασμού και αποτελέσματα των αποφάσεων αντικατάστασης προϊόντος. Οι αποφάσεις που μελετήθηκαν είναι οι αλλαγές στο μείγμα μάρκετινγκ του προϊόντος από την παλαιά γενιά στην νέα (product rollover modifications) και η καινοτομικότητα της αντικατάστασης προϊόντος (product rollover creativity). Οι παράγοντες επηρεασμού που εξετάστηκαν είναι η δυνατότητα της επιχείρησης να αφουγκράζεται την αγορά και το τεχνολογικό γίγνεσθαι (market and technology sensing capabilities), η οργανωσιακή απομάθηση (organizational unlearning) και η διάθεση της επιχείρησης για κανιβαλισμό (willingness to cannibalize). Όσον αφορά τα αποτελέσματα των αποφάσεων που ερευνήθηκαν είναι η απόδοση της αγοράς και η χρηματοοικονομική απόδοση της αντικατάστασης του προϊόντος (product rollover market and financial performance), καθώς και η συνολική απόδοση της αντικατάστασης (product rollover performance). Επίσης, διερευνήθηκε ο ρόλος της ρύθμισης (moderation) των σχέσεων από παράγοντες του εξωτερικού περιβάλλοντος όπως ο δυναμισμός (dynamism), η τεχνολογική αστάθεια (technological turbulence) και η αφθονία (munificence). Τα συμπεράσματα της παρούσας διδακτορικής διατριβής συνεισφέρουν σημαντικά τόσο σε θεωρητικό όσο και σε πρακτικό επίπεδο σε ένα ζήτημα το οποίο απασχολεί τη σημερινή εποχή τόσο τις επιχειρήσεις όσο και τους καταναλωτές.
  • Τεκμήριο
    Consequences of emotional intelligence in consumer behavior
    (2022-04-15) Panagiotopoulou, Altani; Παναγιωτοπούλου, Αλτάνη; Athens University of Economics and Business, Department of Marketing and Communication; Baltas, George; Skarmeas, Dionysios; Kokkinaki, Flora; Karantinou, Kalipso; Tsogas, Markos; Andronikidis, Andreas; Argouslidis, Paraskevas
    It is commonly held that Emotional Intelligence (henceforth EI) in terms of a human's ability to understand, regulate, and facilitate emotions in the self and in others has profound effects on several aspects of human life. An extensive literature provides evidence for the effects of EI on personal performance (Law et al., 2004; Ermer et al.,2012), interpersonal effectiveness (Mayer et al., 2004; Rode et al., 2007),psychological well-being, (Day et al., 2005; Mayer et al., 2008), quality of social interactions (Lopes et al., 2004; Lopes et al., 2005, and decision-making process(Kidwell et al., 2008; Kidwell et al., 2015). For example, Eisenberg (2000) underlines that, as an aspect of EI, emotion regulation has an influential role in shaping ethical behavior and leads individuals to ethical decisions (Eisenberg, 2000). Extending this finding in consumption decisions, Kidwell et al. (2008) suggest that EI gives individuals the opportunity to make decisions of higher quality and avoid impulsive behaviors such as overeating (Kidwell et al. 2008; Kidwell et al. 2015). Although EI has the dynamic to form consumption decisions and improve marketing exchanges, it has received little attention in the domains of ethical behavior and impulsive purchasing. Finally, researchers have commonly found that important determinants of impulsive and ethical consumption maybe one’s regulatory focus (i.e.promotion/prevention focus) (Sengupta and Zhou, 2007; De Bock and Kenhove,2010), individualism/collectivism Peck and Childers, 2006; Zhang and Shrum, 2009;Mooijman et al., 2017; Simpson et al., 2018), and emotional affect (Verplanken and Herabadi, 2001; Wheatley and Haidt, 2005; Grant and Wrzesniewski, 2010;Verplanken and Sato, 2011; Chen et al., 2014). However, only a few studies have explored the connection of such variables to EI. The present thesis aims at exploring the effects of EI on impulsive and ethical consumption, through an investigation of the process that underlies these effects. Three surveys used self-reported scales to investigate a) the main effects of EIon impulsive and ethical consumption, b) the mediating role of the self-regulatoryfocus (i.e. prevention/promotion), and c) the moderating effect of emotional affect andindividualism/collectivism. Consistent with the background of Eisenberg (2000) andKidwell et al. (2008), the results indicate that EI causes a decline in impulsive and anincrease in ethical consumption. It is also shown that a) the prevention and thepromotion foci mediate the relationship between EI and ethical consumption and b)the positive affect weakens the negative association between EI and impulsiveconsumption (i.e. the negative main effect becomes less negative).To the best of our knowledge, the proposed conceptualization and associationshave not yet been addressed explicitly and jointly by extant research. As such, thisthesis contributes theoretically and managerially. From a theoretical perspective, itfills an important gap in the literature of consumer behavior, through an investigationinto whether EI enables consumers to adopt ethical consumption patterns and avoidimpulsive consumption. From a managerial standpoint, it provides consumer goods’manufacturers with empirically-based guidelines for better new product developmentprocesses (e.g. ones that focus on product attributes and characteristics that promoteethical consumption and prevent impulsive consumption).
  • Τεκμήριο
    Ταύτιση με το employer brand υπό το πρίσμα της θεωρίας της αυτοδιάθεσης
    (2022-04-13) Κόντος, Παναγιώτης; Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Τμήμα Μάρκετινγκ και Επικοινωνίας; Αποσπόρη, Ελένη; Παναγιωτοπούλου, Λήδα; Νικολάου, Ιωάννης; Γαλανάκη, Ελεάννα; Ιορδάνογλου, Δήμητρα; Παπαλεξανδρής, Αλέξανδρος; Νικάνδρου, Ειρήνη
    Η παρούσα διατριβή πραγματεύεται την έννοια της ταύτισης με το employer brand (employer brand identification ή EBI). Η EBI αντλεί τις ρίζες της από τις έννοιες της οργανωσιακής ταύτισης και την ταύτιση των καταναλωτών με το brand των οργανισμών και ορίζεται πρωτότυπα ως «η αντιληπτή κατάσταση ενότητας με το employer brand ενός οργανισμού, η οποία συμβαίνει στους εν δυνάμει και εν ενεργεία αργαζομένους όταν έχουν ταυτιστεί με τον οργανισμό και όσα πρεσβεύει ως εργοδότης, βιώνοντας μια εναρμόνιση μεταξύ προσωπικών και οργανωσιακών στόχων και αξιών». Η διατριβή εξετάζει τους παράγοντες που ενισχύουν την EBI, τα αποτελέσματα που επιφέρει η ύπαρξή της και τον ρόλο της ως διαμεσολαβητικό παρακινητικό μηχανισμό ανάμεσα στους προαναφερθέντες παράγοντες και αποτελέσματα, υπό το πρίσμα της Θεωρίας της Αυτοδιάθεσης (Self – Determination Theory ή SDT). Η SDT είναι μια θεωρία κινήτρων και αναγκών που υποστηρίζει ότι σε όλες τις υποκατηγορίες κοινωνικών πλαισίων τα άτομα διέπονται από τρεις βασικές ανάγκες, την ανάγκη για αυτονομία, την ανάγκη για συναναστροφή και την ανάγκη για ικανότητα. Παράλληλα, όσο περισσότερο τα κοινωνικά πλαίσια ικανοποιούν τις ανθρώπινες ανάγκες τόσο περισσότερο τα άτομα παρακινούνται εσωτερικά, ταυτίζονται με τον σκοπό των δραστηριοτήτων τους και τελικώς νιώθουν ψυχική ευεξία. Συνολικά μέσα από 2 πειραματικές έρευνες και δύο έρευνες πεδίου δείχθηκε ότι οι εν δυνάμει και οι εν ενεργεία εργαζόμενοι ταυτίζονται με το employer brand των οργανισμών όταν αντιλαμβάνονται το εργασιακό περιβάλλον ως υποστηρικτικό της αυτονομίας. Όσο μεγαλύτερη είναι η ταύτιση με το employer brand, οι εν δυνάμει εργαζόμενοι επιδιώκουν να αποκτήσουν επίσημη σχέση με τον αντίστοιχο οργανισμό, ενώ οι εν ενεργεία - εξ αποστάσεως εργαζόμενοι βιώνουν εργασιακή ικανοποίηση και ευδαιμονία.
  • Τεκμήριο
    Καινοτόμες στρατηγικές μάρκετινγκ: ανταπόκριση στην αγορά και διαμόρφωση της αγοράς
    (2021-11-03) Κοττίκας, Κωνσταντίνος; Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Τμήμα Μάρκετινγκ και Επικοινωνίας; Ήντουνας, Κωνσταντίνος; Δημητριάδης, Σέργιος; Παπαδάκης, Βασίλειος; Θάνος, Ιωάννης; Τσόγκας, Μάρκος-Μάριος; Ανδρονικίδης, Ανδρέας; Σταθακόπουλος, Βλάσιος
    Η συγκεκριμένη διδακτορική διατριβή επικεντρώνεται στο ευρύτερο επιστημονικό πεδίο του στρατηγικού μάρκετινγκ. Γενικότερος στόχος της διατριβής είναι η μελέτη των χαρακτηριστικών των οργανισμών που έχουν υιοθετήσει τη στρατηγική διαμόρφωσης της αγοράς (market-driving strategy). Ειδικότερo ερευνητικό στόχο αποτελεί η διερεύνηση των συσχετίσεων που αναπτύσσονται μεταξύ της στρατηγικής διαμόρφωσης της αγοράς (market-driving strategy), συγκεκριμένων προσδιοριστικών παραγόντων (antecedents) και αποτελεσμάτων (outcomes) της συγκεκριμένης στρατηγικής. Η στρατηγική διαμόρφωσης της αγοράς ορίζεται ως η αλλαγή της σύνθεσης, των ρόλων, ή και της συμπεριφοράς των «παικτών» σε μία αγορά, προς μια κατεύθυνση επωφελή για την υφιστάμενη εταιρία. H μεθοδολογική ερευνητική προσέγγιση που ακολουθήθηκε είναι η διενέργεια τόσο ποιοτικής, όσο και ποσοτικής έρευνας (mixed methods design). Κατά την εκπόνηση της ποιοτικής μελέτης υλοποιήθηκαν 27 συνεντεύξεις-σε-βάθος (in-depth interviews), ενώ η ανάλυση των ποιοτικών δεδομένων πραγματοποιήθηκε με τη μέθοδο της ποιοτικής ανάλυσης περιεχομένου (qualitative content analysis). Κατά την εκπόνηση της ποσοτικής μελέτης, υλοποιήθηκε δημοσκόπηση εκτενούς κλίμακας με επιλογή δείγματος κρίσης (purposive sampling) (241 ερωτηματολόγια που συλλέχθηκαν μέσω διαδικτύου) και ανάλυση ποσοτικών δεδομένων με τη μέθοδο Partial Least Square Structural Equation Modeling (PLS-SEM). Στο πλαίσιο της ποσοτικής μελέτης, προέκυψε ότι οι βασικοί προσδιοριστικοί παράγοντες της στρατηγικής διαμόρφωσης της αγοράς είναι η ριζική καινοτομία, η σταδιακή καινοτομία, η ριζικότητα της τεχνολογίας, τα συστήματα μέτρησης μάρκετινγκ και οι ικανότητες μάρκετινγκ. Επιπρόσθετα, τα βασικά αποτελέσματα της εν λόγω στρατηγικής είναι η οικονομική απόδοση, η απόδοση σε σχέση με πελάτες, το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα και η οργανωσιακή φήμη. Τέλος, η οργανωσιακή φήμη σχετίζεται θετικά με την οικονομική απόδοση, κάτι που συνεπάγεται πως παίζει έναν ρόλο διαμεσολαβητή (mediator) στη σχέση μεταξύ στρατηγικής διαμόρφωσης της αγοράς και οικονομικής απόδοσης. Η διατριβή έχει οργανωθεί με τον ακόλουθο τρόπο: Μέρος Α’ – Εισαγωγή, Μέρος Β’ - Βιβλιογραφική Επισκόπηση, Μέρος Γ’ - Συνολική Ερευνητική Μεθοδολογία, Μέρος Δ’ - Ποιοτική Μελέτη, Μέρος Ε’ - Ποσοτική Μελέτη, Παραρτήματα
  • Τεκμήριο
    Η επίδραση της μεταφοράς της μάθησης στην εργασιακή συμπεριφορά με τη χρήση των τεστ αξιολόγησης υποθετικών καταστάσεων
    (2021-05-26) Καρλή, Μαρίνα; Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Τμήμα Μάρκετινγκ και Επικοινωνίας; Νικάνδρου, Ειρήνη; Ιορδάνογλου, Δήμητρα; Παπαλεξανδρής, Αλέξανδρος; Νικολάου, Ιωάννης; Γαλανάκη, Ελεάννα; Παναγιωτοπούλου, Λήδα; Βακόλα, Μαρία
    Η μεταφορά της μάθησης συγκαταλέγεται στα σημαντικότερα κριτήρια αξιολόγησης των εκπαιδευτικών προγραμμάτων, σε οργανωσιακό πλαίσιο, διότι αντικατοπτρίζει το βαθμό επίδρασής τους στην αλλαγή της εργασιακής συμπεριφοράς των εκπαιδευομένων. Η μεταφορά της μάθησης δεν είναι εύκολο να επιτευχθεί. Ο σκοπός της διατριβής είναι η καλύτερη κατανόηση αυτής της έννοιας και των παραγόντων που την επηρεάζουν, με στόχο να συμβάλει στη βελτίωση αυτής της μεταφοράς. Σε δύο μακροχρόνιες έρευνες, μελετήθηκε το κατά πόσο λαμβάνει χώρα η μεταφορά της μάθησης και ο ρόλος μιας σειράς ατομικών διαφορών και χαρακτηριστικών του εργασιακού περιβάλλοντος σε αυτή τη μεταφορά. Για την εκτίμηση του βαθμού πραγματοποίησής της, χρησιμοποιήθηκαν τα Τεστ Αξιολόγησης Υποθετικών Καταστάσεων (ΤΑΥΚ) αποτελώντας τον λειτουργικό ορισμό της. Στην πρώτη έρευνα, η μεταφορά της μάθησης μελετήθηκε σε ένα πλαίσιο εκπαιδευτικού προγράμματος ανάπτυξης διαπροσωπικών ικανοτήτων 209 στελεχών αλυσίδας λιανεμπορίου. Στην δεύτερη έρευνα, η μεταφορά της μάθησης μελετήθηκε σε ένα πλαίσιο εκπαιδευτικών προγραμμάτων ανάπτυξης μη-τεχνικών ικανοτήτων και το δείγμα αποτελούνταν από 126 μεταπτυχιακούς φοιτητές και από 16 άτομα μιας ομάδας ελέγχου. Μέσω της διεξαγωγής πολυμεταβλητής ανάλυσης δομικών εξισώσεων (SEM), αναφορικά με την πρώτη έρευνα βρέθηκε ότι οι εκπαιδευόμενοι βελτίωσαν τις ικανότητες «συντονισμός έργου» και «προσαρμοστικότητα», και ότι η ευσυνειδησία, η δεκτικότητα στην εμπειρία, και η προσήνεια λειτουργούν ως ρυθμιστικοί παράγοντες. Αναφορικά με την δεύτερη έρευνα βρέθηκε ότι οι εκπαιδευόμενοι δεν βελτίωσαν τις ικανότητες «λήψη αποφάσεων», «προσαρμοστικότητα», «ευελιξία», και «ανθεκτικότητα». Συγκριτικά, τα άτομα της ομάδας ελέγχου ομοίως δεν βελτίωσαν διαχρονικά τις συγκεκριμένες ικανότητες. Επίσης βρέθηκε ότι η εμπλοκή με την εργασία, η μεταβλητή της διερεύνησης και σχεδιασμού καριέρας, η προδραστική προσωπικότητα, η εστίαση αποφυγής και η εστίαση προαγωγής, καθώς και η υποστήριξη από τον οργανισμό λειτουργούν ως ρυθμιστικοί παράγοντες. Τέλος, από την άποψη της πρακτικής συμβολής της διατριβής, προτείνεται ένα εύκολα χορηγούμενο εργαλείο μέτρησης της μεταφοράς της μάθησης και ενισχύεται η δυνατότητα αιτιολόγησης του βαθμού επιτυχίας της εκάστοτε εκπαίδευσης.
  • Τεκμήριο
    Brand orientation: antecedents and consequences
    (2012) Piha, Lamprini P.; Πήχα, Λαμπρινή Π.; Athens University of Economics and Business, Department of Marketing and Communication; Baltas, George; Stathakopoulos, Vlasis; Siomkos, George I.; Panigyrakis, Georgios; Kouremenos, Athanasios; Lymperopoulos, Konstantinos; Avlonitis, George
    The doctoral thesis focuses on Brand Orientation and hopefully offers a theoretical and empirical validation of the appropriate way for building and maintaining strong brands over time. Research goals include: (a) Complete theoretical clarification of the term Brand Orientation and delineation of its domain.(b) Careful development of a reliable and valid scale of the notion, based on established measurement theory. (c) Empirical investigation of the factors that impact the level of Brand Orientation in a company (antecedents).(d) Empirical investigation of the consequences of such an orientation, as well as of its general importance for company success. The research methodology, apart from the thorough review of the relevant literature, was based on several primary data that were derived from (i) a qualitative research to marketing practitioners and academics (N=17), (ii) a quantitative research to company executives – part-time postgraduate students in AUEB (N=136), and (iii) a large quantitative study to marketing managers and other senior executives of large SBUs in Greece (N=242).The present thesis has hopefully important implications. Managers are shown a way to strengthen their firm’s market position, by rallying the entire organization, its commitment, efforts and resources toward the development of strong brands. In other words, the present thesis summarizes the way a company can build, maintain, and enhance one or more strong brands over time, offering important branding guidelines that stem from a theoretically grounded and empirically validated Brand Orientation theory.
  • Τεκμήριο
    A meta-analysis of the effects of music on customers of tourism services
    Τρομπέτα, Μαρία-Αγγελική; Trompeta, Maria-Angeliki; Athens University of Economics and Business, Department of Marketing and Communication; Μπάλτας, Γεώργιος; Βασδέκης, Βασίλειος; Σταθακόπουλος, Βλάσιος; Δημητριάδης, Σέργιος; Ανδρονικίδης, Ανδρέας; Bijmolt, Tammo; Καραντινού, Καλυψώ
    Η μουσική αποτελεί το πιο μελετημένο χαρακτηριστικό του περιβάλλοντος των παρεχόμενων υπηρεσιών καθώς επηρεάζει άμεσα τους πελάτες όσον αφορά τις γνωστικές, συναισθηματικές και συμπεριφορικές αποκρίσεις τους. Ωστόσο, τα ευρήματα από αυτό τον μεγάλο αριθμό μελετών ποικίλλουν και πολλές φορές διαφέρουν μεταξύ τους τόσο ως προς το μέγεθος της επίδρασης όσο και ως προς την κατεύθυνση ή τη στατιστική σημαντικότητα αυτής. Αν και έχουν γίνει αξιόλογες προσπάθειες σύνθεσης των πρωτογενών μελετών προκειμένου να εξαχθούν αξιόπιστα συμπεράσματα για το σύνολο της έρευνας, η συντριπτική τους πλειοψηφία περιορίζεται στην ποιοτική ή/και μη συστηματική σύνθεσή τους. Οι ελάχιστες μετα-αναλυτικές προσπάθειες που έχουν πραγματοποιηθεί είτε δεν επικεντρώνονται στους πελάτες υπηρεσιών (Kämpfe et al., 2010), είτε έχουν περιοριστεί στην μελέτη μόνο μίας διάστασης της μουσικής (Roschk et al., 2017), είτε μελετούν μόνο συγκεκριμένα αποτελέσματα (Garlin & Owen, 2006). Αξίζει να σημειωθεί ότι δεν υπάρχει καμία μετα-ανάλυση για την επιρροή της μουσικής στους πελάτες των τουριστικών υπηρεσιών.Σκοπός αυτής της μετα-ανάλυσης είναι, λοιπόν, να καλύψει αυτό το ερευνητικό κενό συνθέτοντας ποσοτικά και με συστηματικό τρόπο όλες τις πρωτογενείς μελέτες που έχουν πραγματοποιηθεί μέχρι σήμερα για την επιρροή της περιβαλλοντικής μουσικής στους πελάτες τουριστικών υπηρεσιών. Ως πλαίσια τουρισμού ορίστηκαν τα εστιατόρια, οι καφετέριες, τα ξενοδοχεία, τα μπαρ, οι χώροι διεξαγωγής συνεδρίων, τα καζίνο, τα στάδια, τα θέρετρα, οι χώροι οινοτουρισμού, τα εθνικά ή θεματικά πάρκα, τα αεροδρόμια, η γευσιγνωσία τροφίμων και ποτών, τα ταξί, τα πρακτορεία ταξιδιών, οι ντίσκο, τα φεστιβάλ, οι εκθεσιακοί χώροι, τα αθλητικά γεγονότα και οι αρχαιολογικοί χώροι. Εξετάσαμε την επίδραση και τη σχετική σημασία πέντε διαστάσεων της μουσικής: (1) της παρουσίας, (2) της έντασης (3) του τέμπο (4) της συνάφειας και (5) του βαθμού αρεσκείας στους πελάτες όσον αφορά ένα ευρύ φάσμα γνωστικών, συναισθηματικών και συμπεριφορικών αποτελεσμάτων.Τα αποτελέσματα της μετα-ανάλυσης πενήντα έξι (56) μελετών και διακοσίων εννιά (209) επιδράσεων δείχνουν ότι δεν υπάρχει ενιαία επίδραση της μουσικής: κάποιες φορές έχει θετική, κάποιες φορές αρνητική και κάποιες φορές μηδενική επίδραση. Φαίνεται ότι τα χαρακτηριστικά της μουσικής, ο τύπος του περιβάλλοντος, καθώς και το είδος της απόκρισης που μελετάται σε κάθε περίπτωση παίζουν σημαντικότερο ρόλο στην εξήγηση της επίδρασης της μουσικής. Επιπροσθέτως, η συνάφεια και ο βαθμός αρεσκείας της μουσικής βρέθηκαν να έχουν πολύ ισχυρότερη επιρροή στους πελάτες των τουριστικών υπηρεσιών από την παρουσία, το τέμπο και την ένταση. Πιο συγκεκριμένα, η παρουσία μουσικής δεν φαίνεται να επηρεάζει σημαντικά τους πελάτες στις περισσότερες διαστάσεις τις οποίες ελέγξαμε. Ωστόσο, καταφέραμε να εντοπίσουμε δύο στατιστικά σημαντικές επιδράσεις της παρουσίας της μουσικής στην ταχύτητα κατανάλωσης φαγητού και στην αξιολόγηση του περιβάλλοντος της παρεχόμενης υπηρεσίας. Ακόμη, τα αποτελέσματά μας δείχνουν ότι το τέμπο της μουσικής επηρεάζει μια σειρά από αντιδράσεις πελατών. Το γρηγορότερο τέμπο επιδρά θετικά στην ταχύτητα τζογαρίσματος, στην ταχύτητα κατανάλωσης και στην ταχύτητα συμπεριφοράς γενικότερα. Ωστόσο, δεν επηρεάζει σημαντικά την συνολική κατανάλωση, τη διάρκεια της παραμονής στον χώρο και τις γνωστικές ή συναισθηματικές αποκρίσεις των πελατών των τουριστικών υπηρεσιών. Η ένταση της μουσικής επίσης επηρεάζει μια σειρά από αντιδράσεις πελατών. Υψηλότερη ένταση μουσικής συνδέεται με υψηλότερη ταχύτητα κατανάλωσης και επιλογή πιο ανθυγιεινών τροφών. Ωστόσο, η υψηλότερη ένταση δεν φαίνεται να επηρεάζει την συνολική κατανάλωση, την συνολική συμπεριφορά των πελατών, ή το σύνολο των αντιδράσεων των πελατών. Η μετα-ανάλυσή μας έδειξε ότι η μουσική συνάφεια έχει μια σειρά από θετικές επιδράσεις στους πελάτες των υπηρεσιών τουρισμού. Υψηλότερη μουσική συνάφεια συνδέεται θετικά με τις αξιολογήσεις φαγητού, τις γνωστικές αντιδράσεις, τις προθέσεις συμπεριφοράς και τις συμπεριφορές. Επιπλέον, η υψηλότερη μουσική συνάφεια φαίνεται να οδηγεί σε μεγαλύτερη ευχαρίστηση και χαμηλότερη διέργεση. Τέλος, η αξιολόγηση της μουσικής είχε μεγάλη, θετική και σημαντική επίδραση σε όλα τα είδη και κατηγορίες των αποκρίσεων των πελατών που μελετήθηκαν. Ο κύριος λόγος μη σημαντικών επιδράσεων που εντοπίστηκαν μεταξύ των φυσικών χαρακτηριστικών της μουσικής και των κατηγοριών των εξαρτημένων μεταβλητών είναι η ετερογένεια μεταξύ των πρωτογενών μελετών, ειδικά όσο κινούμαστε από τις πιο μικρές κατηγορίες στις μεγαλύτερες. Ως αποτέλεσμα, ήταν ευκολότερο να εντοπίσουμε σημαντικές επιδράσεις σε πιο συγκεκριμένα αποτελέσματα. Συμπερασματικά, ως προς τη συμβολή στην ακαδημαϊκή έρευνα, η μετα-ανάλυσή μας συμπληρώνει το κενό μιας συστηματικής και ποσοτικής σύνθεσης των διαθέσιμων ερευνητικών αποτελεσμάτων σχετικά με της επίδραση των πέντε διαστάσεων της μουσικής στις γνωστικές, συναισθηματικές και συμπεριφορικές αποκρίσεις των πελατών των τουριστικών υπηρεσιών. Επιπλέον, βοηθάει τους επαγγελματίες να βγάλουν αξιόπιστα και εύρωστα συμπεράσματα από τον αυξανόμενο και ετερογενή όγκο έρευνας και να ενεργήσουν βασιζόμενοι σε υψηλού επιπέδου τεκμήρια σχεδιάζοντας πιο αποδοτικά περιβάλλοντα παροχής τουριστικών υπηρεσιών.
  • Τεκμήριο
    Attribute level variety-seeking behavior
    (2020-06-02) Λουκοπούλου, Αποστολία; Loukopoulou, Apostolia; Athens University of Economics and Business, Department of Marketing and Communication; Κοκκινάκη, Φλώρα; Ήντουνας, Κωνσταντίνος; Σταθακόπουλος, Βλάσιος; Αργουσλίδης, Παρασκευάς; Ανδρονικίδης, Ανδρέας; Θεοδωρίδης, Προκόπης; Μπάλτας, Γεώργιος
    Ο σκοπός της παρούσας διατριβής είναι διπλός: πρώτον, να διερευνηθεί η συμπεριφορά αναζήτησης ποικιλίας για ηδονικά και χρηστικά προϊόντα και να προσδιορισθούν συγκεκριμένα χαρακτηριστικά που οδηγούν στην εκδήλωση της συμπεριφοράς αυτής σε διαφορετικές κατηγορίες προϊόντων. Δεύτερον, να εξετασθεί αν η αναζήτηση ποικιλίας είναι συμπεριφορική συνέπεια της υπερφόρτωσης επιλογών και να διερευνηθεί η τάση αναζήτησης ποικιλίας σε περιπτώσεις επιλογής από εξαιρετικά μεγάλες συλλογές προϊόντων. Για τους σκοπούς της διατριβής, πραγματοποιήθηκαν πέντε ανεξάρτητες, αλλά σχετιζόμενες πειραματικές μελέτες. Τα αποτελέσματα του πρώτου πειράματος δείχνουν ότι ο τύπος του προϊόντος (ηδονικός ή χρηστικός) και ο τύπος του χαρακτηριστικού (αισθητηριακός ή λειτουργικός) αλληλεπιδρούν στην συμπεριφορά αναζήτησης ποικιλίας: στα ηδονικά προϊόντα, οι καταναλωτές αναζητούν μεγαλύτερη ποικιλία σε αισθητηριακά χαρακτηριστικά, ενώ στα χρηστικά προϊόντα οι καταναλωτές αναζητούν μεγαλύτερη ποικιλία σε λειτουργικά χαρακτηριστικά. Το δεύτερο πείραμα επιβεβαιώνει έναν μηχανισμό κορεσμού πίσω από την αλληλεπίδραση του τύπου προϊόντος και του τύπου χαρακτηριστικού στην αναζήτηση ποικιλίας, όπου διαφορετικά επίπεδα κορεσμού σχετίζονται με συγκεκριμένους τύπους χαρακτηριστικών σε κάθε κατηγορία προϊόντος. Τα αποτελέσματα του τρίτου πειράματος δείχνουν ότι σε μια προϊοντική κατηγορία που δεν γίνεται αντιληπτή αμιγώς ως ηδονική ή λειτουργική, ο τύπος του χαρακτηριστικού δεν έχει στατιστικά σημαντική επίδραση στην αναζήτηση ποικιλίας. Όσον αφορά την αναζήτηση ποικιλίας στην περίπτωση επιλογής από εξαιρετικά μεγάλες συλλογές προϊόντων, τα αποτελέσματα του τέταρτου πειράματος δείχνουν ότι για τους καταναλωτές που αντιμετωπίζουν υπερφόρτωση επιλογών, η συμπεριφορά αναζήτησης ποικιλίας λειτουργεί ως ένας γνωστικός μηχανισμός προκειμένου να αποφύγουν να κάνουν δύσκολες συγκρίσεις. Τέλος, τα αποτελέσματα του πέμπτου πειράματος δείχνουν ότι οι μεγάλες συλλογές προϊόντων τείνουν να οδηγούν σε μεγαλύτερο κορεσμό καθώς οι καταναλωτές εστιάζουν λιγότερο στις πτυχές (χαρακτηριστικά) που διαφοροποιούν τα επεισόδια κατανάλωσης και αντιλαμβάνονται τη διαδικασία ως πιο επαναλαμβανόμενη. Ωστόσο, καταναλωτές που δεν έχουν οικειότητα με την προϊοντική κατηγορία τείνουν να αναζητούν τον ίδιο βαθμό ποικιλίας είτε επιλέγουν από μεγάλη είτε από μικρή συλλογή προϊόντων.
  • Τεκμήριο
    Incidental emotions and hedonic forecasting: the role of the certainty-uncertainty appraisal dimension
    Πολυπόρτης, Αθανάσιος; Polyportis, Athanasios; Athens University of Economics and Business, Department of Marketing and Communication; Ρεπούσης, Παναγιώτης; Χριστόπουλος, Γεώργιος; Αργουσλίδης, Παρασκευάς; Μπάλτας, Γεώργιος; Horváth, Csilla; Σταθακόπουλος, Βλάσιος; Κοκκινάκη, Φλώρα
    Τα περιστασιακά συναισθήματα, δηλαδή τα συναισθήματα που δεν σχετίζονται με την παρούσα απόφαση, μπορούν να παίξουν σημαντικό ρόλο σε μεθύστερες εκτιμήσεις και κρίσεις. Μια βασική διάσταση που διαφοροποιεί τη συναισθηματική εμπειρία αναφέρεται στη διάσταση εκτιμήσεων βεβαιότητας-αβεβαιότητας. Η θέση μιας συναισθηματικής κατάστασης σε αυτήν τη διάσταση καθορίζεται από το βαθμό στον οποίο οι άνθρωποι καταλαβαίνουν τι συμβαίνει και μπορούν να προβλέψουν τι πρόκειται να συμβεί στο μέλλον (Lerner & Keltner, 2000; Smith & Ellsworth, 1985).Η παρούσα διδακτορική διατριβή στοχεύει στο να συμβάλει στη βιβλιογραφία σχετικά με το ρόλο της διάστασης εκτιμήσεων βεβαιότητας-αβεβαιότητας των περιστασιακών συναισθημάτων και να διερευνήσει την επίδρασή της στο πλαίσιο της ηδονικής πρόβλεψης, ενός σημαντικού πεδίου λήψης αποφάσεων (Kahneman & Snell, 1990, 1992; Wilson & Gilbert, 2003). Η παρούσα έρευνα υποθέτει ότι η βεβαιότητα-αβεβαιότητα των περιστασιακών συναισθημάτων διαμορφώνει το αποτέλεσμα των ηδονικών προβλέψεων.Τα αποτελέσματα τεσσάρων πειραμάτων αποδεικνύουν ότι τα περιστασιακά συναισθήματα που χαρακτηρίζονται από αβεβαιότητα ενισχύουν την προβλεπόμενη χρησιμότητα και μειώνουν το σφάλμα πρόβλεψης κατά την ηδονική πρόβλεψη, συγκριτικά με τα περιστασιακά συναισθήματα που χαρακτηρίζονται από βεβαιότητα. Αυτά τα ευρήματα επεκτείνουν τον αντίκτυπο της βεβαιότητας-αβεβαιότητας στο πλαίσιο της ηδονικών προβλέψεων και ενισχύουν περαιτέρω το σημαντικό ρόλο των περιστασιακών συναισθημάτων στη λήψη αποφάσεων.
  • Τεκμήριο
    Consumer behavior and counterfeit luxury brands: an evolutionary psychology approach
    (2019-09-18) Κοντοπούλου, Βασιλική; Kontopoulou, Vasiliki; Athens University of Economics and Business, Department of Marketing and Communication; Κοκκινάκη, Φλώρα; Ήντουνας, Κωνσταντίνος; Αργουσλίδης, Παρασκευάς; Σκαρμέας, Διονύσιος; Καραντινού, Καλυψώ; Θεοδωρίδης, Προκόπιος; Μπάλτας, Γεώργιος
    Η άνοδος των απομιμήσεων πολυτελών προϊόντων αποτελεί ζήτημα μεγάλης οικονομικής και κοινωνικής σημασίας και έχει προσελκύσει το ενδιαφέρον τόσο των ερευνητών όσο και των επαγγελματιών και των φορέων της πολιτικής. Σκοπός αυτής της διατριβής είναι να ερμηνεύσει τις προτιμήσεις των καταναλωτών για ψεύτικα αντικείμενα πολυτελείας αλλά και πώς οι άλλοι άνθρωποι αντιλαμβάνονται τους καταναλωτές απομιμήσεων προϊόντων πολυτελείας μέσα από μια εξελικτική προσέγγιση. Με βάση την εξελικτική ψυχολογία, το πρώτο πείραμα δείχνει ότι η πρόκληση κινήτρων ανταγωνισμού για στάτους με ανταγωνιστές του ίδιου φύλου οδηγεί τους καταναλωτές να επιλέγουν εν γνώσει τους απομιμήσεις πολυτελών προϊόντων αντί για προϊόντα ίσης χρηματικής αξίας αλλά χαμηλού στάτους. Τα ευρήματα της πρώτης μελέτης μας δείχνουν ότι τα προϊόντα που αποτελούν απομιμήσεις πολυτελών προϊόντων ενδέχεται να λειτουργήσουν ως παραπλανητικά σήματα στάτους και να αντιπροσωπεύουν μια προσαρμοστική επικοινωνιακή στρατηγική που αποσκοπεί στην επίτευξη υψηλού στάτους μεταξύ των ανθρώπινων ιεραρχιών του ίδιου φύλου. Επιπλέον, το δεύτερο πείραμα δείχνει ότι δεν υπάρχει διαφορά στην αντίληψη του στάτους μεταξύ των καταναλωτών που έχουν στην κατοχή τους απομιμήσεις πολυτελών προϊόντων και εκείνων που κατέχουν προϊόντα χαμηλού στάτους. Διαπιστώνουμε επίσης ότι οι άνθρωποι έχουν ισχυρότερο κίνητρο να συνδέονται φιλικά με καταναλωτές που κατέχουν προϊόντα χαμηλού στάτους και ότι η συνειδητή επιλογή των αντρών για απομιμήσεις πολυτελών προϊόντων επηρεάζει αρνητικά την ελκυστικότητα τους ως ρομαντικοί σύντροφοι στις γυναίκες. Τα ευρήματα του τρίτου πειράματος υποδεικνύουν ότι η κατανάλωση απομιμήσεων πολυτελών προϊόντων εξυπηρετεί μια διαφορετική λειτουργία μεταξύ ανδρών και γυναικών σε ένα περιβάλλον ζευγαρώματος. Συγκεκριμένα, οι απομιμήσεις πολυτελών προϊόντων ενδέχεται να δρουν για τους άνδρες καταναλωτές ως παραπλανητικά σήματα της υποκείμενης αξίας τους ως ρομαντικοί σύντροφοι που στοχεύουν στην επίδειξη του πλούτου τους σε πιθανούς ρομαντικούς συντρόφους. Αντίθετα, η επίδειξη απομιμήσεων πολυτελών προϊόντων από τις γυναίκες λειτουργεί σαν σύστημα σηματοδότησης που απευθύνεται σε άλλες γυναίκες αντιπάλους και σηματοδοτεί την ικανότητά τους να ανταγωνίζονται με αυτές. Από όσο γνωρίζουμε, αυτή είναι η πρώτη εμπειρική μελέτη που ασχολείται με την κατανάλωση απομιμήσεων αντικειμένων πολυτελείας ως μια κοινή παραπλανητική στρατηγική μέσα σε ένα εξελικτικό πλαίσιο.