Διδακτορικές διατριβές
Μόνιμο URI για αυτήν τη συλλογήhttps://pyxida.aueb.gr/handle/123456789/44
Περιήγηση
Πλοήγηση Διδακτορικές διατριβές ανά Τίτλο
A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Τώρα δείχνει 1 - 20 από 39
- Αποτελέσματα ανά σελίδα
- Επιλογές ταξινόμησης
Τεκμήριο Acquirers' and targets' reactions to post-acquisition’s integration process: a qualitative and a quantitative study of associated antecedents and outcomes(2023) Μαυράκη, Ευαγγελία-Ζωή; Mavraki, Evangelia-Zoi; Athens University of Economics and Business, Department of Marketing and Communication; Papadakis, Vassilis; Papalexandris, Alexandros; Sarri, Aikaterini; Nikandrou, Irene; Thanos, Ioannis; Gkorezis, Panagiotis; Vakola, MariaΗ διατριβή χρησιμοποιεί τόσο ποιοτικά όσο και ποσοτικά δεδομένα για να εξετάσει την επιρροή του αντίκτυπου, του πλαισίου, της διαδικασίας και των προσωπικών παραγόντων μιας εξαγοράς στις αντιδράσεις των εργαζομένων απέναντι στην εξαγορά και, με τη σειρά τους, τον αντίκτυπό τους στην επιτυχία της ολοκλήρωσης της εξαγοράς. Ο κύριος σκοπός της ποιοτικής μελέτης είναι η εις βάθος διερεύνηση των γνωστικών αξιολογήσεων, των συναισθηματικών και των συμπεριφορικών αντιδράσεων των εργαζομένων έναντι των εξαγορών, και του τρόπου με τον οποίο αυτά συνδέονται με τη διαδικασία και τα αποτελέσματα της ενσωμάτωσης της εξαγοράς. Επιπλέον, η ποιοτική μελέτη εξετάζει τον τρόπο με τον οποίο οι αντιδράσεις των εργαζομένων μεταβάλλονται με την πάροδο του χρόνου, από τη στιγμή της ανακοίνωσης της επερχόμενης εξαγοράς έως και ένα χρόνο μετά την έναρξη της ενσωμάτωσης, καθώς και τους λόγους και τα αποτελέσματα αυτών μεταβολών. Τέλος, παρέχει μια σύγκριση μεταξύ των αντιδράσεων των εργαζομένων από την εξαγοράστρια και της εξαγορασθείσα εταιρία. Όσον αφορά την ποσοτική μελέτη, κεντρικός στόχος της είναι η διερεύνηση της σχέσης της ταύτισης των εργαζομένων με τον οργανισμό μετά την εξαγορά με τις στάσεις τους (ετοιμότητα αλλαγής) απέναντι σε άλλες πιθανές μελλοντικές οργανωσιακές αλλαγές. Η ποσοτική μελέτη διερευνά επίσης την επίδραση του αντίκτυπου (όφελος οργανισμού), της διαδικασίας (υποστήριξη προϊστάμενου) και του πλαισίου της αλλαγής (βαθμός ολοκλήρωσης ενσωμάτωσης), καθώς και του προσωπικού παράγοντα (αυτο-αποτελεσματικότητα στην αλλαγή), στην ενσωμάτωση της εξαγοράς και την απόδοση των εργαζομένων. Μια σημαντική συνεισφορά της ποσοτικής μελέτης είναι η εξέταση των αξιολογήσεων των προϊσταμένων σχετικά με την προσαρμοστική απόδοση των υφισταμένων τους μετά την εξαγορά, σε συνδυασμό με τις αυτό-αναφορές των υπαλλήλων τους σχετικά με τις αντιλήψεις και τις αντιδράσεις τους στην αλλαγή.Τα αποτελέσματα της ποιοτικής και ποσοτικής μελέτης, χρησιμοποιώντας πολλαπλές μεθόδους συλλογής δεδομένων, ρίχνουν πολύτιμο φως στο μυστήριο του υψηλού ποσοστού αποτυχίας των εξαγορών. Συζητούνται επίσης θεωρητικές και πρακτικές επιπτώσεις.Τεκμήριο Attribute level variety-seeking behavior(02-06-2020) Λουκοπούλου, Αποστολία; Loukopoulou, Apostolia; Athens University of Economics and Business, Department of Marketing and Communication; Κοκκινάκη, Φλώρα; Ήντουνας, Κωνσταντίνος; Σταθακόπουλος, Βλάσιος; Αργουσλίδης, Παρασκευάς; Ανδρονικίδης, Ανδρέας; Θεοδωρίδης, Προκόπης; Μπάλτας, ΓεώργιοςΟ σκοπός της παρούσας διατριβής είναι διπλός: πρώτον, να διερευνηθεί η συμπεριφορά αναζήτησης ποικιλίας για ηδονικά και χρηστικά προϊόντα και να προσδιορισθούν συγκεκριμένα χαρακτηριστικά που οδηγούν στην εκδήλωση της συμπεριφοράς αυτής σε διαφορετικές κατηγορίες προϊόντων. Δεύτερον, να εξετασθεί αν η αναζήτηση ποικιλίας είναι συμπεριφορική συνέπεια της υπερφόρτωσης επιλογών και να διερευνηθεί η τάση αναζήτησης ποικιλίας σε περιπτώσεις επιλογής από εξαιρετικά μεγάλες συλλογές προϊόντων. Για τους σκοπούς της διατριβής, πραγματοποιήθηκαν πέντε ανεξάρτητες, αλλά σχετιζόμενες πειραματικές μελέτες. Τα αποτελέσματα του πρώτου πειράματος δείχνουν ότι ο τύπος του προϊόντος (ηδονικός ή χρηστικός) και ο τύπος του χαρακτηριστικού (αισθητηριακός ή λειτουργικός) αλληλεπιδρούν στην συμπεριφορά αναζήτησης ποικιλίας: στα ηδονικά προϊόντα, οι καταναλωτές αναζητούν μεγαλύτερη ποικιλία σε αισθητηριακά χαρακτηριστικά, ενώ στα χρηστικά προϊόντα οι καταναλωτές αναζητούν μεγαλύτερη ποικιλία σε λειτουργικά χαρακτηριστικά. Το δεύτερο πείραμα επιβεβαιώνει έναν μηχανισμό κορεσμού πίσω από την αλληλεπίδραση του τύπου προϊόντος και του τύπου χαρακτηριστικού στην αναζήτηση ποικιλίας, όπου διαφορετικά επίπεδα κορεσμού σχετίζονται με συγκεκριμένους τύπους χαρακτηριστικών σε κάθε κατηγορία προϊόντος. Τα αποτελέσματα του τρίτου πειράματος δείχνουν ότι σε μια προϊοντική κατηγορία που δεν γίνεται αντιληπτή αμιγώς ως ηδονική ή λειτουργική, ο τύπος του χαρακτηριστικού δεν έχει στατιστικά σημαντική επίδραση στην αναζήτηση ποικιλίας. Όσον αφορά την αναζήτηση ποικιλίας στην περίπτωση επιλογής από εξαιρετικά μεγάλες συλλογές προϊόντων, τα αποτελέσματα του τέταρτου πειράματος δείχνουν ότι για τους καταναλωτές που αντιμετωπίζουν υπερφόρτωση επιλογών, η συμπεριφορά αναζήτησης ποικιλίας λειτουργεί ως ένας γνωστικός μηχανισμός προκειμένου να αποφύγουν να κάνουν δύσκολες συγκρίσεις. Τέλος, τα αποτελέσματα του πέμπτου πειράματος δείχνουν ότι οι μεγάλες συλλογές προϊόντων τείνουν να οδηγούν σε μεγαλύτερο κορεσμό καθώς οι καταναλωτές εστιάζουν λιγότερο στις πτυχές (χαρακτηριστικά) που διαφοροποιούν τα επεισόδια κατανάλωσης και αντιλαμβάνονται τη διαδικασία ως πιο επαναλαμβανόμενη. Ωστόσο, καταναλωτές που δεν έχουν οικειότητα με την προϊοντική κατηγορία τείνουν να αναζητούν τον ίδιο βαθμό ποικιλίας είτε επιλέγουν από μεγάλη είτε από μικρή συλλογή προϊόντων.Τεκμήριο Balanced market orientation: conceptualization, empirical validation and impact on organizational performance in the services sectorGiannopoulos, Antonios; Γιαννόπουλος, Αντώνιος; Athens University of Economics and Business, Department of Marketing and Communication; Γούναρης, Σπυρίδων; Νικάνδρου, Ειρήνη; Κουρεμένος, Αθανάσιος; Ανδρονικίδης, Ανδρέας; Πλακογιαννάκη, Εμμανουέλλα; Τσάρτας, Πάρις; Αυλωνίτης, ΓεώργιοςThe focus of market orientation rests on customers and is usually related to financial performance, although employees are considered the “heart and soul of services”, the firm’s raison d’être. The need for a balanced viewpoint between employees/customers, financial/non-financial performance has been recognized long before. The dissertation sheds light on the concept of balanced market orientation, proceeds with its empirical validation and adopts a multisource approach in an attempt to disentangle cross-level interactions among management philosophy, employee-perceived and customer-perceived performance. Tourism and hospitality services ignite cross-fertilizations, since various interactions occur by virtue of the cooperation between support and front-line staff and the multiple “moments of truth” in the service delivery process with visitors and tourists. To explicate the mechanism of balanced market orientation (mirror approach), a time-intensive research design was developed (i.e. multilevel research). After a carefully planned qualitative study, the established cooperation with tourism and hotel industry associations facilitated the data collection from 217 management questionnaires, 1056 employee questionnaires and 943 customer questionnaires from 104 city and resort hotels. With the use of SEM and HLM, the data were analyzed providing evidence for both scholarly research and business practice.The research identifies patterns in internal and external performance, accounting for the hotel context (i.e. contextual effects). Internal marketing positively influences market orientation and also boosts employee satisfaction, internal service quality, organizational commitment, facilitates formalization and enhances participation in decision making and empowerment. Market-oriented behavior is clearly reflected on customer satisfaction, loyalty and customer-perceived service quality. Besides, clan-dominant cultures play a key-role for a positive internal climate and guest experience is further improved in a “human-centered” hotel firm. Overall, the challenge for today’s hotel practitioners is to adopt a “people-centric” approach, experience the service delivery process and keep pace with employees and customers, providing “internal marketing input” to HRM.Τεκμήριο Brand orientation: antecedents and consequences(2012) Piha, Lamprini P.; Πήχα, Λαμπρινή Π.; Athens University of Economics and Business, Department of Marketing and Communication; Baltas, George; Stathakopoulos, Vlasis; Siomkos, George I.; Panigyrakis, Georgios; Kouremenos, Athanasios; Lymperopoulos, Konstantinos; Avlonitis, GeorgeThe doctoral thesis focuses on Brand Orientation and hopefully offers a theoretical and empirical validation of the appropriate way for building and maintaining strong brands over time. Research goals include: (a) Complete theoretical clarification of the term Brand Orientation and delineation of its domain.(b) Careful development of a reliable and valid scale of the notion, based on established measurement theory. (c) Empirical investigation of the factors that impact the level of Brand Orientation in a company (antecedents).(d) Empirical investigation of the consequences of such an orientation, as well as of its general importance for company success. The research methodology, apart from the thorough review of the relevant literature, was based on several primary data that were derived from (i) a qualitative research to marketing practitioners and academics (N=17), (ii) a quantitative research to company executives – part-time postgraduate students in AUEB (N=136), and (iii) a large quantitative study to marketing managers and other senior executives of large SBUs in Greece (N=242).The present thesis has hopefully important implications. Managers are shown a way to strengthen their firm’s market position, by rallying the entire organization, its commitment, efforts and resources toward the development of strong brands. In other words, the present thesis summarizes the way a company can build, maintain, and enhance one or more strong brands over time, offering important branding guidelines that stem from a theoretically grounded and empirically validated Brand Orientation theory.Τεκμήριο Building team resilience to drive performance in hybrid work settings(2025-03-17) Χαντζή, Αναστασία-Κλεοπάτρα; Hanzis, Anastasia-Kleopatra; Panagiotopoulou, Leda; Chytiri, Dr Alexandra-Paraskevi; Voudouris, Irini; Doumpos, Michalis; Galanaki, Eleanna; IORDANOGLOU, DIMITRA; Papalexandris, NancyΗ σύγχρονη πολυπλοκότητα του ασταθούς πολιτικού, κοινωνικού και οικονομικού περιβάλλοντος απαιτεί από τους οργανισμούς να υποστηρίζουν τις ομάδες τους στη βελτίωση της απόδοσης και στην ανάπτυξη της ανθεκτικότητάς τους. Αυτές οι έννοιες καθίστανται κεντρικό σημείο στην ατζέντα της ακαδημαϊκής έρευνας για τους οργανισμούς, σύμφωνα με το σχόλιο του Στήβεν Χόκινγκ: "Νομίζω ότι ο επόμενος αιώνας θα είναι ο αιώνας της πολυπλοκότητας". Παρομοίως, ο Ρζέβσκι ανέφερε ότι "δεν μπορούμε πια να αγνοούμε την ταχύτατα αυξανόμενη πολυπλοκότητα του περιβάλλοντος" (2015, σ. 191). Από την άλλη πλευρά, οι διευθυντές υπέθεταν για χρόνια ότι τα επιχειρηματικά μοντέλα ήταν σχετικά αέναα και σπάνια απαιτούσαν θεμελιώδεις αλλαγές ή τροποποιήσεις. Ωστόσο, ο πρόσφατος εγκλεισμός άλλαξε τη φυσιολογικότητα και εισήγαγε αλλαγές στη θεμελιώδη φύση των οργανισμών. Ο κόσμος γίνεται χαοτικός πιο γρήγορα από ότι οι οργανισμοί γίνονται ανθεκτικοί (Hamel G., 2003). Ως αποτέλεσμα, γίνεται προφανές ότι οι προηγούμενες προσεγγίσεις μας στην επίλυση σύνθετων προβλημάτων δεν είναι πλέον βιώσιμες (LeFay, 2006). Πιο έντονα από ποτέ, οι οργανισμοί αντιμετωπίζουν απρόβλεπτες επιχειρηματικές δυσκολίες καθώς και περιοδικές μεταβολές στη ζήτηση, τον ανταγωνισμό και τις κανονιστικές ρυθμίσεις, που δημιουργούν αβεβαιότητα στο ανταγωνιστικό τους πλεονέκτημα (Hamel G., 2003). Για την εποχή μετά τον COVID, μια από αυτές τις περιοδικές μεταβολές στο εργασιακό περιβάλλον ήταν η εισαγωγή υβριδικών συνθηκών εργασίας, οι οποίες, σε συνδυασμό με τις δομές ομάδων έργων, αυξάνονται ταχύτατα και προσθέτουν επιπλέον πολυπλοκότητα στα σύγχρονα συστήματα εργασίας. Αναπόφευκτα, η ανθεκτικότητα ως δυναμικό, πολυδιάστατο φαινόμενο γίνεται ζωτικής σημασίας για άτομα, ομάδες ατόμων και οργανισμούς, και απαιτεί αποσαφήνιση σε επίπεδο ατόμου και ομάδας. Το θεωρητικό πλαίσιο JD-R χρησιμοποιήθηκε για να εξετάσει τους πόρους εργασίας που επηρεάζουν τη διαδικασία της ομάδας να διαχειριστεί τις χαμηλού αντίκτυπου χρόνιες απαιτήσεις εργασίας σε υβριδικές συνθήκες και δομές έργου. Ο σχεδιασμός της έρευνας υποστηρίζει ότι όταν τα μέλη της ομάδας αντιμετωπίζουν αυτές τις υβριδικές συνθήκες εργασίας και τις δομές έργου ως δυσκολίες, χωρίς αρκετούς κοινωνικούς και ατομικούς πόρους, η ικανότητά τους να «ανακάμψουν» μειώνεται και οι ομάδες επιδεικνύουν χαμηλή ανθεκτικότητα και απόδοση. Η έρευνα εξετάζει την ποιότητα της σύνδεσης της ομάδας, μαζί με την ψυχολογική ασφάλεια της ομάδας και τον ρόλο των ατομικών δεξιοτήτων ανθεκτικότητας, των χαρακτηριστικών προσωπικότητας και της ατομικής ανθεκτικότητας στη διαδικασία αυτή ως κοινωνικούς και ατομικούς πόρους εργασίας. Για να κατανοηθούν οι διάφορες αρχές που επηρεάζουν και να παραχθούν πιο αναλυτικά αποτελέσματα, η έρευνα περιλαμβάνει τρεις μελέτες που εξετάζουν τους μηχανισμούς που χρησιμοποιούν τα μέλη της ομάδας όταν αντιμετωπίζουν παράγοντες πίεσης από τις απαιτήσεις εργασίας. Η πρώτη μελέτη είναι μια επιχειρηματική περίπτωση (N = 25), όπου χρησιμοποιήθηκαν ημιδομημένες συνεντεύξεις για να προσδιορίσουν τα χαρακτηριστικά των απαιτήσεων εργασίας και των πόρων, καθώς και τις απόψεις των εργαζομένων σχετικά με τις υβριδικές συνθήκες εργασίας. Η δεύτερη μελέτη, προσομοίωσε τις παραμέτρους απαιτήσεων εργασίας της πρώτης μελέτης σε μια ομάδα εθελοντών πρωτοετών φοιτητών (N=174), για να παραχθούν ποσοτικά αποτελέσματα σε δύο χρονικά πλαίσια (αρχή και τέλος του εξαμήνου) και να επιβεβαιωθούν οι ερευνητικές ερωτήσεις. Η τρίτη μελέτη σκοπεύει να επαληθεύσει τα προηγούμενα αποτελέσματα μέσω μιας διαχρονικής μελέτης ενός ακαδημαικού έτους, όπου συλλέχθηκαν ποσοτικά και ποιοτικά δεδομένα. Κατά τη διάρκεια της τρίτης μελέτης, ο ερευνητής ακολούθησε μια ομάδα εθελοντών πρωτοετών φοιτητών (N=105) και συνέλεξε δεδομένα σε τρία χρονικά σημεία. Ο σκοπός της τελευταίας μελέτης ήταν να εξετάσει και να συγκρίνει τις συσχετίσεις των παραγόντων που εξετάστηκαν και στις προηγούμενες δυο μελέτες διαχρονικά, και να κατανοήσει τις αντιδράσεις των συμμετεχόντων.Τεκμήριο Consequences of emotional intelligence in consumer behavior(15-04-2022) Panagiotopoulou, Altani; Παναγιωτοπούλου, Αλτάνη; Athens University of Economics and Business, Department of Marketing and Communication; Baltas, George; Skarmeas, Dionysios; Kokkinaki, Flora; Karantinou, Kalipso; Tsogas, Markos; Andronikidis, Andreas; Argouslidis, ParaskevasIt is commonly held that Emotional Intelligence (henceforth EI) in terms of a human's ability to understand, regulate, and facilitate emotions in the self and in others has profound effects on several aspects of human life. An extensive literature provides evidence for the effects of EI on personal performance (Law et al., 2004; Ermer et al.,2012), interpersonal effectiveness (Mayer et al., 2004; Rode et al., 2007),psychological well-being, (Day et al., 2005; Mayer et al., 2008), quality of social interactions (Lopes et al., 2004; Lopes et al., 2005, and decision-making process(Kidwell et al., 2008; Kidwell et al., 2015). For example, Eisenberg (2000) underlines that, as an aspect of EI, emotion regulation has an influential role in shaping ethical behavior and leads individuals to ethical decisions (Eisenberg, 2000). Extending this finding in consumption decisions, Kidwell et al. (2008) suggest that EI gives individuals the opportunity to make decisions of higher quality and avoid impulsive behaviors such as overeating (Kidwell et al. 2008; Kidwell et al. 2015). Although EI has the dynamic to form consumption decisions and improve marketing exchanges, it has received little attention in the domains of ethical behavior and impulsive purchasing. Finally, researchers have commonly found that important determinants of impulsive and ethical consumption maybe one’s regulatory focus (i.e.promotion/prevention focus) (Sengupta and Zhou, 2007; De Bock and Kenhove,2010), individualism/collectivism Peck and Childers, 2006; Zhang and Shrum, 2009;Mooijman et al., 2017; Simpson et al., 2018), and emotional affect (Verplanken and Herabadi, 2001; Wheatley and Haidt, 2005; Grant and Wrzesniewski, 2010;Verplanken and Sato, 2011; Chen et al., 2014). However, only a few studies have explored the connection of such variables to EI. The present thesis aims at exploring the effects of EI on impulsive and ethical consumption, through an investigation of the process that underlies these effects. Three surveys used self-reported scales to investigate a) the main effects of EIon impulsive and ethical consumption, b) the mediating role of the self-regulatoryfocus (i.e. prevention/promotion), and c) the moderating effect of emotional affect andindividualism/collectivism. Consistent with the background of Eisenberg (2000) andKidwell et al. (2008), the results indicate that EI causes a decline in impulsive and anincrease in ethical consumption. It is also shown that a) the prevention and thepromotion foci mediate the relationship between EI and ethical consumption and b)the positive affect weakens the negative association between EI and impulsiveconsumption (i.e. the negative main effect becomes less negative).To the best of our knowledge, the proposed conceptualization and associationshave not yet been addressed explicitly and jointly by extant research. As such, thisthesis contributes theoretically and managerially. From a theoretical perspective, itfills an important gap in the literature of consumer behavior, through an investigationinto whether EI enables consumers to adopt ethical consumption patterns and avoidimpulsive consumption. From a managerial standpoint, it provides consumer goods’manufacturers with empirically-based guidelines for better new product developmentprocesses (e.g. ones that focus on product attributes and characteristics that promoteethical consumption and prevent impulsive consumption).Τεκμήριο Consumer behavior and counterfeit luxury brands: an evolutionary psychology approach(18-09-2019) Κοντοπούλου, Βασιλική; Kontopoulou, Vasiliki; Athens University of Economics and Business, Department of Marketing and Communication; Κοκκινάκη, Φλώρα; Ήντουνας, Κωνσταντίνος; Αργουσλίδης, Παρασκευάς; Σκαρμέας, Διονύσιος; Καραντινού, Καλυψώ; Θεοδωρίδης, Προκόπιος; Μπάλτας, ΓεώργιοςΗ άνοδος των απομιμήσεων πολυτελών προϊόντων αποτελεί ζήτημα μεγάλης οικονομικής και κοινωνικής σημασίας και έχει προσελκύσει το ενδιαφέρον τόσο των ερευνητών όσο και των επαγγελματιών και των φορέων της πολιτικής. Σκοπός αυτής της διατριβής είναι να ερμηνεύσει τις προτιμήσεις των καταναλωτών για ψεύτικα αντικείμενα πολυτελείας αλλά και πώς οι άλλοι άνθρωποι αντιλαμβάνονται τους καταναλωτές απομιμήσεων προϊόντων πολυτελείας μέσα από μια εξελικτική προσέγγιση. Με βάση την εξελικτική ψυχολογία, το πρώτο πείραμα δείχνει ότι η πρόκληση κινήτρων ανταγωνισμού για στάτους με ανταγωνιστές του ίδιου φύλου οδηγεί τους καταναλωτές να επιλέγουν εν γνώσει τους απομιμήσεις πολυτελών προϊόντων αντί για προϊόντα ίσης χρηματικής αξίας αλλά χαμηλού στάτους. Τα ευρήματα της πρώτης μελέτης μας δείχνουν ότι τα προϊόντα που αποτελούν απομιμήσεις πολυτελών προϊόντων ενδέχεται να λειτουργήσουν ως παραπλανητικά σήματα στάτους και να αντιπροσωπεύουν μια προσαρμοστική επικοινωνιακή στρατηγική που αποσκοπεί στην επίτευξη υψηλού στάτους μεταξύ των ανθρώπινων ιεραρχιών του ίδιου φύλου. Επιπλέον, το δεύτερο πείραμα δείχνει ότι δεν υπάρχει διαφορά στην αντίληψη του στάτους μεταξύ των καταναλωτών που έχουν στην κατοχή τους απομιμήσεις πολυτελών προϊόντων και εκείνων που κατέχουν προϊόντα χαμηλού στάτους. Διαπιστώνουμε επίσης ότι οι άνθρωποι έχουν ισχυρότερο κίνητρο να συνδέονται φιλικά με καταναλωτές που κατέχουν προϊόντα χαμηλού στάτους και ότι η συνειδητή επιλογή των αντρών για απομιμήσεις πολυτελών προϊόντων επηρεάζει αρνητικά την ελκυστικότητα τους ως ρομαντικοί σύντροφοι στις γυναίκες. Τα ευρήματα του τρίτου πειράματος υποδεικνύουν ότι η κατανάλωση απομιμήσεων πολυτελών προϊόντων εξυπηρετεί μια διαφορετική λειτουργία μεταξύ ανδρών και γυναικών σε ένα περιβάλλον ζευγαρώματος. Συγκεκριμένα, οι απομιμήσεις πολυτελών προϊόντων ενδέχεται να δρουν για τους άνδρες καταναλωτές ως παραπλανητικά σήματα της υποκείμενης αξίας τους ως ρομαντικοί σύντροφοι που στοχεύουν στην επίδειξη του πλούτου τους σε πιθανούς ρομαντικούς συντρόφους. Αντίθετα, η επίδειξη απομιμήσεων πολυτελών προϊόντων από τις γυναίκες λειτουργεί σαν σύστημα σηματοδότησης που απευθύνεται σε άλλες γυναίκες αντιπάλους και σηματοδοτεί την ικανότητά τους να ανταγωνίζονται με αυτές. Από όσο γνωρίζουμε, αυτή είναι η πρώτη εμπειρική μελέτη που ασχολείται με την κατανάλωση απομιμήσεων αντικειμένων πολυτελείας ως μια κοινή παραπλανητική στρατηγική μέσα σε ένα εξελικτικό πλαίσιο.Τεκμήριο Consumer responses to schema incongruent brand information in advertising: moderating factors & boundary conditionsHalkias, Georgios G.; Athens University of Economics and Business, Department of Marketing and Communication; Baltas, George; Indounas, Konstantinos; Kokkinaki, FloraEvery day consumers are exposed to a multitude of advertising messages, all of which compete to attract their limited cognitive resources. To enhance the effectiveness of communication, relevant research suggests that the content of message should be encoded in such a way that it becomes interesting and meaningful to the audience. The underlying premise behind traditional approaches to brand communication is that messages corresponding to consumers’ knowledge and experience (i.e., consumers’ schemata) are more likely to be relevant, comprehensible, and appealing. In essence, communication effectiveness is traditionally viewed as a positive function of the fit between consumers’ schemata and the content of communication. However, directly matching the message to consumers’ mind may not always be the most effective strategy. Although the notion of schema–stimulus correspondence should not be disregarded, the highly competitive market environment calls for alternative, perhaps unorthodox, approaches of reaching out to consumers. To this end, psychological theory points toward a different perspective according to which information that does not match existing knowledge may have favorable effects. Schema-based research indicates that incongruent stimuli induce cognitive arousal and may lead to more positive responses, if discrepancies are successfully resolved. This thesis investigates the phenomenon of ad–brand incongruity. In particular, drawing on schema theory in psychology, consumer responses to ads that vary in terms of incongruity (i.e., congruent, moderately incongruent, and extremely incongruent) with the brand schema are examined. In a series of five experimental studies the superiority of moderately incongruent ads is hypothesized and tested, while the underlying mechanism as well as the boundary conditions for the positive effect of moderate ad–brand incongruity are identified. Overall, the findings reveal a non-monotonic, inverted U-shaped pattern across the degrees of ad–brand incongruity, with moderately incongruent ads having the most positive effect on ad processing, ad recall, attitude toward the ad (Aad) and attitude toward the brand (Ab). Participants find it more difficult to make sense of incongruent ads, but they do manage to resolve ad–brand incongruity and comprehend the message, unless discrepancies are extreme. Comprehension of a more cognitively-challenging message underlies responses to incongruity. In addition, the psychological satisfaction participants experience from the resolution of incongruity has a positive mediating role in the effects of incongruity on both Aad and Ab. The results also show that the affect already stored in the brand schema drives brand attitude formation in response to congruent and extremely incongruent ads, whereas both schema- based and stimulus-based affect determine brand attitude in response to moderately incongruent ads. Finally, the superiority of moderate ad-brand incongruity is qualified by a number of factors. Specifically, incongruent advertising does not seem to be effective when brand information is presented verbally as well as when consumers are highly involved in the process of communication. Likewise, ad–brand incongruity seems to have detrimental effects for brands with a weak, under-developed schema as well as in communication situations where processing opportunity is limited. The implications of these findings for theory and practice are discussed in detail. The thesis concludes by identifying the limitations of this work and by offering suggestions for future research.Τεκμήριο Crafting the extra innovation: from job crafting to innovative behavior(2017) Paraskevopoulou, Louiza; Παρασκευοπούλου, Λουίζα; Athens University of Economics and Business, Department of Marketing and Communication; Nikandrou, Irene; Panagiotopoulou, Leda; Chytiris, Leonidas; Galanaki, Eleanna; Kyriakidou, Olivia; Kontos, Pavlos; Apospori, EleniThe dissertation focused on active employees and answered the question: ‘How do some employees go the extra mile and achieve self initiated, extra role, highly innovative outcomes in a non-supportive environment while others do not?”. Observing highly active Greek public employees introducing innovative changes within their job against environmental barriers was the trigger to formulate the research question. Job crafting theory along with individual innovative behavior was the theoretical basis of the research. As both theories could not explain the observed self initiated, innovative, extra role behavior in non supportive environments, the philosophical insights of Hannah Arendt filled that gap by presenting action as the actualization of human potential that may reach to the ‘unexpected’. A qualitative study explained that phenomenon (namely extra innovative behavior), while a quantitative study provided empirical support. A new scale of the job crafting behavior and the extra innovative behavior were also developed since the ones presented in the literature could not capture the highly innovative employees.Τεκμήριο CSR and SME financial performance(26-06-2015) Μαγρίζος, Σόλων; Magrizos, Solon; Athens University of Economics and Business, Department of Marketing and Communication; Αυλωνίτης, Γεώργιος; Δημητριάδης, Σέργιος; Παπασταθόπουλου, Πωλίνα; Γαλανάκη, Ελεάννα; Ανδρονικίδης, Ανδρέας; Soderquist, Klas Eric; Αποσπόρη, ΕλένηΥπάρχει αυξανόμενο ερευνητικό ενδιαφέρον σχετικά με τρόπο με τον οποίο οι ΜΜΕ θα μπορούσαν να κερδίσουν από τις προσπάθειες εταιρικής κοινωνικής ευθύνης (ΕΚΕ) τους. Η πλειοψηφία των μελετών επικεντρώνεται στην εφαρμογή υπεύθυνων επιχειρηματικών στρατηγικών που μπορεί να οδηγήσουν σε ευνοϊκές επιχειρηματικες συνθήκες, συμπεριλαμβανομένης της καλύτερης οικονομικής απόδοσης. Αυτή η μελέτη ερευνά ένα δείγμα ΜΜΕ που συμμετέχουν ενεργά σε δραστηριότητες ΕΚΕ στην Ελλάδα. Αναλύεται ο ρόλος των ΜΜΕ στην ανάπτυξη σχέσεων ΕΚΕ με συγκεκριμένους ενδιαφερόμενους φορείς (stakeholders). Τα στοιχεία που συλλέγονται αποκαλύπτουν ότι η σημασία (salience) και η εγγύτητα(proximity) των ενδιαφερομένων μερών συγκρατούν αυτές τις σχέσεις και αυτό οδηγεί σε βελτιωμένη οικονομική απόδοση. Το πλαίσιο αυτής της μελέτης είναι σημαντικό καθώς αντιμετωπίζει την της έλλειψη έρευνας που διεξάγεται σε χώρες κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης και φωτίζει τις θετικές πτυχές της ΕΚΕ που υιοθετούνται κατά τη διάρκεια της κρίσης. Λαμβάνονται διαχειριστικές προτάσεις και εξετάζονται οι συνέπειες της έρευνας.Τεκμήριο Emotions and cognition. The multiple roles of anger, surprise and awe in persuasive communicationLamprinakos, Grigorios; Λαμπρινάκος, Γρηγόριος; Athens University of Economics and Business, Department of Marketing and Communication; Μπάλτας, Γεώργιος; Δημητριάδης, Σέργιος; Σκαρμέας, Διονύσιος; Αργουσλίδης, Παρασκευάς; Καραντινού, Καλυψώ; Σταυράκη, Μαρία; Briñol, PabloΤhe new theoretical models examining the effects of emotions on persuasion had to integrate numerous apparently contradictory results, as well as to account unitarily for the diversity of processes and consequences involved in persuasive phenomena (for a historical review of the evolution of the theoretical models in persuasion, see Petty & Briñol, 2008). Among the different models developed in this regard, the present doctoral thesis is based on the Elaboration Likelihood Model (ELM, Petty & Cacioppo, 1986, Petty & Wegener, 1999, Petty & Briñol, 2012) as a conceptual framework, to examine the psychological mechanisms through which emotions influence attitude change.Scholars of emotion have noted that emotional states are typically associated with a diversity of appraisals (e.g., Keltner, Ellsworth, & Edwards, 1993; Lerner & Keltner, 2000). For example, happiness is a pleasant emotion associated with confidence, whereas sadness is an unpleasant emotion associated with doubt (Clore, Gasper, & Garvin, 2001). Importantly, the pleasantness and confidence appraisals associated with emotions do not always correspond in valence. For example, anger is a negative, unpleasant emotion, which is associated with feelings of confidence (Humrichouse & Watson, 2010; Tiedens & Linton, 2001). In contrast, awe and surprise are relatively more pleasant emotions than anger, associated with doubt rather than confidence (Keltner & Haibt, 2003; Smith & Ellsworth, 1985).In three studies, using a 2 × 2 × 2 between-subjects factorial experimental design, we applied a multiple appraisals perspective on emotions to predict and show how the same emotion induced before or after a persuasive message can affect evaluative judgments through different psychological processes. Specifically, we compare anger to awe and surprise and show how the same emotion induced before or after generating thoughts in response to an emotion irrelevant task can lead to very different attitudes by either increasing or decreasing reliance on those thoughts. That is, participants that are induced to generate positive or negative thoughts in response to a proposal, when experience feelings of anger surprise or awe they come to rely more or less on those thoughts when asked to form attitudes. As explained further shortly, whether thought use is increased or decreased depends on the particular appraisal of the emotion that is momentarily salient.Τεκμήριο Empirical determination of coupon framing and design effects: an experimental approach(21-12-2015) Παινέσης, Γρηγόριος; Painesis, Grigorios; Athens University of Economics and Business, Department of Marketing and Communication; Κοκκινάκη, Φλώρα; Αργουσλίδης, Παρασκευάς; Σταθακόπουλος, Βλάσης; Ήντουνας, Κωνσταντίνος; Θεοδωρίδης, Προκόπιος; Ανδρονικίδης, Ανδρέας; Μπάλτας, ΓεώργιοςΤα κουπόνια είναι ένα αποτελεσματικό εργαλείο προώθησης πωλήσεων για επιχειρήσεις σχεδόν κάθε μεγέθους και τύπου. Αλλά παρά τις μεγάλες δυνατότητές τους, τα κουπόνια αντιμετωπίζουν τον μεγάλο κίνδυνο του να μην εξαργυρωθούν. Η παρούσα διδακτορική διατριβή καταδεικνύει δύο οδούς για την αύξηση των ποσοστών εξαργύρωσης των κουπονιών και για τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας των εκστρατειών με κουπόνια. Ο πρώτος τρόπος είναι μέσω του τρόπου παρουσίασης της αξίας του κουπονιού (δηλαδή ο τρόπος έκφρασης της ονομαστικής αξίας του κουπονιού), ενώ ο δεύτερος αφορά το σχεδιασμό του κουπονιού και ειδικότερα τη χρήση των διασταυρωμένων κουπονιών (δηλαδή τα κουπόνια που αποκτούν οι καταναλωτές με την αγορά ενός συγκεκριμένου προϊόντος, αλλά που θα εξαργυρωθούν για να αγοραστεί ένα διαφορετικό προϊόν). Διεξήχθησαν τρεις μελέτες με τη χρήση πειραματικής μεθοδολογίας και εθελοντών φοιτητών συμμετεχόντων. Τα αποτελέσματα καταδεικνύουν το γεγονός ότι ο τρόπος παρουσίασης της αξίας του κουπονιού και τα διασταυρωμένα κουπόνια είναι θέματα σχεδιασμού που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κάθε φορά που εκδίδονται κουπόνια.Συγκεκριμένα, ο τρόπος παρουσίασης “Έκπτωση Χ%” ήταν πιο αποτελεσματικό για προϊόντα χαμηλής τιμής. Ο τρόπος παρουσίασης “Μειωμένη Τιμή Ζ €” και “Έκπτωση Ψ €” εμφανίστηκαν πιο αποτελεσματικά για τα προϊόντα υψηλής τιμής. Επιπλέον, ο τρόπος παρουσίασης "Αγοράζοντας 1, άλλο 1 Δώρο" ήταν εξαιρετικά αποτελεσματικό όταν το προϊόν ήταν εύκολο να αποθηκευτεί και το μέγεθος έκπτωσης ήταν υψηλό. Ο τρόπος παρουσίασης “Έκπτωση Χ%” φάνηκε πιο κατάλληλος για προϊόντα με χαμηλή δυνατότητα αποθήκευσης σε όλα τα μεγέθη έκπτωσης και για προϊόντα που μπορούν να αποθηκευτούν όταν μειώθηκε το μέγεθος έκπτωσης. Σε όλες τις περιπτώσεις, ο μικτός τρόπος παρουσίασης της αξίας του κουπονιού "Αγοράζοντας Z, Έκπτωση X%" πρέπει να χρησιμοποιείται με προσοχή, αφού οι καταναλωτές αισθάνονται εξαναγκασμένοι να αγοράσουν περισσότερες μονάδες από ό, τι θα ήθελαν πραγματικά για να λάβουν την έκπτωση και αντιδρούν αρνητικά αγνοώντας την προσφορά. Τέλος, καταδεικνύεται ότι τα διασταυρωμένα κουπόνια που περιλαμβάνουν συμπληρωματικά ή υποκατάστατα προϊόντα υπερέβαιναν σε αποτελεσματικότητα τα απλά αποσπώμενα από τη συσκευασία κουπόνια όταν προσφέρονται προϊόντα με ίση τιμή και ισοδύναμα χρηματικά κίνητρα. Η επιλογή της χρήσης ανεξάρτητων προϊόντων σε εκστρατείες με διασταυρωμένα κουπόνια φάνηκε να οδηγεί σε αντίθετα αποτελέσματα υπό τους ίδιους όρους.Τεκμήριο An empirical investigation into product rollover decisions: evidence from the UK(30-09-2022) Κυριακόπουλος, Νικόλαος; Kyriakopoulos, Nikolaos; Athens University of Economics and Business, Department of Marketing and Communication; Baltas, George; Skarmeas, Dionysios; Stathakopoulos, Vlasis; Siomkos, Georgios; Vassiliadis, Christos; Rigopoulos, Konstantinos; Argouslidis, ParaskevasΗ διδακτορική διατριβή μελετά την σημαντική επιχειρησιακά, αλλά ανεπαρκώς ερευνημένη διαδικασία αντικατάστασης προϊόντος (product rollover), η οποία αποτελείται από δύο διαδικασίες: α) την εισαγωγή της νέας γενιάς προϊόντος στην αγορά και β) τη σταδιακή ή άμεση κατάργηση της παλαιάς γενιάς από την αγορά. Η εμπειρική διερεύνηση σε δείγμα 179 επιχειρήσεων του Ηνωμένου Βασιλείου προσδιόρισε παράγοντες επηρεασμού και αποτελέσματα των αποφάσεων αντικατάστασης προϊόντος. Οι αποφάσεις που μελετήθηκαν είναι οι αλλαγές στο μείγμα μάρκετινγκ του προϊόντος από την παλαιά γενιά στην νέα (product rollover modifications) και η καινοτομικότητα της αντικατάστασης προϊόντος (product rollover creativity). Οι παράγοντες επηρεασμού που εξετάστηκαν είναι η δυνατότητα της επιχείρησης να αφουγκράζεται την αγορά και το τεχνολογικό γίγνεσθαι (market and technology sensing capabilities), η οργανωσιακή απομάθηση (organizational unlearning) και η διάθεση της επιχείρησης για κανιβαλισμό (willingness to cannibalize). Όσον αφορά τα αποτελέσματα των αποφάσεων που ερευνήθηκαν είναι η απόδοση της αγοράς και η χρηματοοικονομική απόδοση της αντικατάστασης του προϊόντος (product rollover market and financial performance), καθώς και η συνολική απόδοση της αντικατάστασης (product rollover performance). Επίσης, διερευνήθηκε ο ρόλος της ρύθμισης (moderation) των σχέσεων από παράγοντες του εξωτερικού περιβάλλοντος όπως ο δυναμισμός (dynamism), η τεχνολογική αστάθεια (technological turbulence) και η αφθονία (munificence). Τα συμπεράσματα της παρούσας διδακτορικής διατριβής συνεισφέρουν σημαντικά τόσο σε θεωρητικό όσο και σε πρακτικό επίπεδο σε ένα ζήτημα το οποίο απασχολεί τη σημερινή εποχή τόσο τις επιχειρήσεις όσο και τους καταναλωτές.Τεκμήριο Exploring relationship quality and its antecedents in the social media context: the application of the relational benefits and costs approach(21-04-2016) Tsimonis, Georgios; Τσιμόνης, Γεώργιος; Athens University of Economics and Business, Department of Marketing and Communication; Gounaris, Spiros; Indounas, Konstantinos; Dimitriadis, SergiosThe thesis studies the development of consumer-brand relationships within the environment of social media brand fan pages, and the effect of such relationships on the company/brand. For this purpose, the study adopts and uses the concept of Relationship Quality, by applying the Relational Benefits and Costs approach.In order to fulfil the objectives of the thesis, a three-step research approach was employed: First, in order to understand the motives and the way that companies use social media, 14 interviews with digital marketing managers of companies that have created fan pages on popular social networks were conducted. Then, a series of focus group discussions with consumers-users of brand fan pages in social media were conducted. The research approach was completed after a quantitative study on consumers-users of popular brand fan pages. An electronic questionnaire was uploaded on the Facebook and Twitter fan pages of four companies, resulting in a total of 1,792 fully completed questionnaires.Findings indicate, that consumers-users of brand fan pages, perceive seven benefits and three costs that have a significant positive and negative impact on the relationship quality with the fan page respectively. Furthermore, study’ results indicate that the relationship quality with fan page has a significant positive effect on the relationship quality with the company/brand. Additionally, the findings support the positive effect of relationship quality (with the fan page & with the company/brand) on behavioural outcomes such as word of mouth, purchase intention, and fan page revisit intention. Finally, the study has confirmed the moderating role of four variables, in the relationship between benefits-costs and fan page relationship quality.This thesis contributes to the marketing literature, by providing an integrated approach on the development of consumer-brand relationships in social media, while it provides marketing managers with useful insights regarding the effective management of brand fan pages.Τεκμήριο High performance work systems for an ageing workforce(2020) Πάχος, Νικόλαος; Pahos, Nikolaos; Athens University of Economics and Business, Department of Marketing and Communication; Βάκολα, Μαρία; Νικάνδρου, Ειρήνη; Νικολάου, Ιωάννης; Παπαλεξανδρής, Αλέξανδρος; Παναγιωτοπούλου, Λήδα; Χυτήρης, Λεωνίδας; Γαλανάκη, ΕλεάνναΗ παρούσα διατριβή εξετάζει τη σχέση ανάμεσα στα Εργασιακά Συστήματα Υψηλής Απόδοσης (HPWS) και την απόδοση σε ατομικό και ομαδικό επίπεδο, καθώς και την εφαρμογή πρακτικών βασισμένων στην ηλικία στην Ελλάδα. Τα αποτελέσματα δείχνουν ότι τα HPWS συνδέονται με την απόδοση μέσω της συναισθηματικής αφοσίωσης και του ανθρώπινου κεφαλαίου. Επιπλέον, οι ηλικιωμένοι εργαζόμενοι αποδίδουν καλύτερα από τους νεότερους σε συγκεκριμένους ρόλους της απόδοσης και η ηλικία ρυθμίζει αρνητικά τη σχέση ανάμεσα στα HPWS και συγκεκριμένους ρόλους της απόδοσης. Επιπλέον, σε επίπεδο ομίλου, οι ηλικιακά διαφορετικές ομάδες παρουσιάζουν καλύτερες επιδόσεις από τις ομογενείς ομάδες. Τέλος, υπάρχει έλλειψη ενημέρωσης σχετικά με την εφαρμογή των πρακτικών που βασίζονται στην ηλικία, στην Ελλάδα.Τεκμήριο Human resource management and employer branding for high-performing small and medium-sized enterprises(28-02-2023) Ζωγράφου, Ειρήνη; Zografou, Irene; Athens University of Economics and Business, Department of Marketing and Communication; Panagiotopoulou, Leda; Voudouris, Irini; Nikandrou, Irene; Gkypali, Areti; Papalexandri, Nancy; Deligianni, Ioanna; Galanaki, EleannaΤις τελευταίες δύο δεκαετίες, το Employer Branding (EB) έχει προσελκύσει την προσοχή των ακαδημαϊκών και επαγγελματιών στον χώρο της Διοίκησης Ανθρώπινου Δυναμικού (ΔΑΔ) αλλά και του Μάρκετινγκ. Παρά την τρέχουσα συζήτηση στη βιβλιογραφία σχετικά με τις επιδράσεις της ΔΑΔ και του ΕΒ στην οργανωσιακή απόδοση μεγάλων επιχειρήσεων, σχετικές έρευνες οι οποίες μελετούν τις επιδράσεις της ΔΑΔ και του ΕΒ στην οργανωσιακή απόδοση Μικρομεσαίων Επιχειρήσεων (ΜμΕ), κρίνονται περιορισμένες. Στην παρούσα διδακτορική διατριβή, διεξάγουμε δύο ποιοτικές (μελέτη 1, μελέτη 2) και μία ποσοτική μελέτη (μελέτη 3), και εξετάζουμε τον αντίκτυπο της ΔΑΔ και του ΕΒ στην απόδοση ΜμΕ. Η μελέτη 1, αποκάλυψε διαφορετικούς συνδυασμούς πρακτικών ΔΑΔ υψηλής οργανωσιακής απόδοσης, οι οποίες πρακτικές εφαρμόζονται κάτω απο συγκεκριμένες οργανωσιακές συνθήκες Μικρομεσαίων Ξενοδοχείων (ΜμΞ). Η εν λόγω μελέτη δείχνει πως δεν υπάρχει μόνο ένας βέλτιστος τρόπος προκειμένου να επιτευχθεί υψηλή οργανωσιακή απόδοση, καταρρίπτοντας την “one-size-fits-all” προσέγγιση της ΔΑΔ. Επεκτείνοντας τη μελέτη 1, η μελέτη 2 φανερώνει τη σημαντικότητα της συνέργειας της ΔΑΔ με το ΕΒ για υψηλή οργανωσιακή απόδοση. Ένα πολύ σημαντικό εύρημα έγκειται στο ότι μόνο τα ΜμΞ τα οποία διαθέτουν επαρκή επίπεδα εφαρμογής της ΔΑΔ και υψηλά επίπεδα ΕΒ, παρουσιάζουν υψηλές πιθανότητες να πετύχουν υψηλή οργανωσιακή απόδοση. Στη μελέτη 3, μελετήσαμε ως εξαρτημένες μεταβλητές την ατομική (εργαζόμενος) και την οργανωσιακή απόδοση (επιχείρηση), καθώς και εισαγάγαμε την έννοια του EB discrepancy. Χρησιμοποιώντας μια πολυεπίπεδη ανάλυση 524 εργαζομένων σε 55 ελληνικές ΜμΕ, αποδεικνύουμε πως η πρόθεση της διοίκησης της επιχείρησης να ασχοληθεί με το EB, συνδέεται θετικά και με τα δύο επίπεδα απόδοσης μέσω των διαμεσολαβητικών επιδράσεων της ΔΑΔ. Επιπρόσθετα, τα αποτελέσματα της μελέτης επιβεβαιώνουν τις διαμεσολαβητικές επιδράσεις του EB discrepancy μεταξύ της ΔΑΔ και της ατομικής απόδοσης. Τέλος, ενσωματώνοντας τις θεωρίες της σηματοδότησης και της κοινωνικής ανταλλαγής, η εν λόγω διατριβή αποκαλύπτει τους υποκείμενους μηχανισμούς που εξηγούν τις σχέσεις μεταξύ ΔΑΔ, EB, και απόδοσης. Συζητούνται αποτελέσματα και δίνονται προτάσεις για μελλοντικές έρευνες, αναδεικνύοντας νέες οδούς για την κατανόηση της συμβολής της ΔΑΔ και του EB στο πλαίσιο των ΜμΕ.Τεκμήριο Incidental emotions and hedonic forecasting: the role of the certainty-uncertainty appraisal dimensionΠολυπόρτης, Αθανάσιος; Polyportis, Athanasios; Athens University of Economics and Business, Department of Marketing and Communication; Ρεπούσης, Παναγιώτης; Χριστόπουλος, Γεώργιος; Αργουσλίδης, Παρασκευάς; Μπάλτας, Γεώργιος; Horváth, Csilla; Σταθακόπουλος, Βλάσιος; Κοκκινάκη, ΦλώραΤα περιστασιακά συναισθήματα, δηλαδή τα συναισθήματα που δεν σχετίζονται με την παρούσα απόφαση, μπορούν να παίξουν σημαντικό ρόλο σε μεθύστερες εκτιμήσεις και κρίσεις. Μια βασική διάσταση που διαφοροποιεί τη συναισθηματική εμπειρία αναφέρεται στη διάσταση εκτιμήσεων βεβαιότητας-αβεβαιότητας. Η θέση μιας συναισθηματικής κατάστασης σε αυτήν τη διάσταση καθορίζεται από το βαθμό στον οποίο οι άνθρωποι καταλαβαίνουν τι συμβαίνει και μπορούν να προβλέψουν τι πρόκειται να συμβεί στο μέλλον (Lerner & Keltner, 2000; Smith & Ellsworth, 1985).Η παρούσα διδακτορική διατριβή στοχεύει στο να συμβάλει στη βιβλιογραφία σχετικά με το ρόλο της διάστασης εκτιμήσεων βεβαιότητας-αβεβαιότητας των περιστασιακών συναισθημάτων και να διερευνήσει την επίδρασή της στο πλαίσιο της ηδονικής πρόβλεψης, ενός σημαντικού πεδίου λήψης αποφάσεων (Kahneman & Snell, 1990, 1992; Wilson & Gilbert, 2003). Η παρούσα έρευνα υποθέτει ότι η βεβαιότητα-αβεβαιότητα των περιστασιακών συναισθημάτων διαμορφώνει το αποτέλεσμα των ηδονικών προβλέψεων.Τα αποτελέσματα τεσσάρων πειραμάτων αποδεικνύουν ότι τα περιστασιακά συναισθήματα που χαρακτηρίζονται από αβεβαιότητα ενισχύουν την προβλεπόμενη χρησιμότητα και μειώνουν το σφάλμα πρόβλεψης κατά την ηδονική πρόβλεψη, συγκριτικά με τα περιστασιακά συναισθήματα που χαρακτηρίζονται από βεβαιότητα. Αυτά τα ευρήματα επεκτείνουν τον αντίκτυπο της βεβαιότητας-αβεβαιότητας στο πλαίσιο της ηδονικών προβλέψεων και ενισχύουν περαιτέρω το σημαντικό ρόλο των περιστασιακών συναισθημάτων στη λήψη αποφάσεων.Τεκμήριο Innovative work behaviour and innovation in the public sector: an individual differences‐, leadership‐, and contextual‐ perspective(20-06-2023) Κουσίνα, Ελισάβετ; Kousina, Elisavet; Athens University of Economics and Business, Department of Marketing and Communication; Nikolaou, Ioannis; Galanaki, Eleanna; Spanos, Yannis; Soderquist, Klas-Eric; Deligianni, Ioanna; Kefis, Vassilis; Voudouris, IriniΗ καινοτομία στους οργανισμούς του δημόσιου τομέα αποτελεί κρίσιμο ζήτημα, καθώς προσπαθούν να αντιμετωπίσουν πρωτοφανείς προκλήσεις λόγω των δημοσιονομικών, δημογραφικών, υγειονομικών και οικολογικών πιέσεων σε συνδυασμό με τις αυξανόμενες προσδοκίες των πολιτών για πιο ευέλικτη και υπεύθυνη κυβέρνηση (Neo, Grimmelikhuijsen & Tummers, 2022; Lewis et al., 2018; De Vries et al., 2016; Clausen et al., 2020). Από την άποψη αυτή, η καινοτόμος εργασιακή συμπεριφορά των εργαζομένων είναι σημαντική (Miao et al., 2018), δεδομένου ότι μπορεί να συμβάλει στην πραγματοποίηση των αλλαγών και στην παραγωγή δημόσιας αξίας για τους πολίτες (Moore, 2014). Η παρούσα διατριβή, αντλώντας από τη βιβλιογραφία της καινοτομίας του δημόσιου τομέα και της ηγεσίας, διερευνά το ρόλο συγκεκριμένων ατομικών χαρακτηριστικών και παραγόντων του ευρύτερου πλαισίου στην προώθηση της καινοτόμου εργασιακής συμπεριφοράς των υπαλλήλων του δημόσιου τομέα, καθώς και των διεργασιών που συνεισφέρουν στη συνολική καινοτομική επίδοση φορέων και οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και τη δημιουργία δημόσιας αξίας.Το μοντέλο που αναπτύχθηκε διερευνήθηκε εμπειρικά με τη χρήση δείγματος 320 δημοσίων υπαλλήλων σε 110 τμήματα φορέων και οργανισμών της τοπικής αυτοδιοίκησης γύρω από την ευρύτερη περιοχή των δύο μεγαλύτερων πόλεων της Ελλάδας, λαμβάνοντας υπόψιν τον αριθμό των κατοίκων ως δείκτη για το μέγεθος του δήμου. Τα δεδομένα συλλέχθηκαν μεταξύ 2020-2021 βάσει δύο διαφορετικών ερωτηματολογίων (το πρώτο χορηγήθηκε στον προϊστάμενο του τμήματος και το δεύτερο στους υπαλλήλους), κατά τη διάρκεια προσωπικών συναντήσεων με τους προϊσταμένους και τους υπαλλήλους στα γραφεία των δήμων.Χρησιμοποιώντας δεδομένα πολλαπλών πηγών και πολλαπλών επιπέδων, τα αποτελέσματα έδειξαν ότι η προληπτική προσωπικότητα και η προσανατολισμένη στην προαγωγή ψυχολογική ιδιοκτησία, όσον αφορά τα χαρακτηριστικά σε ατομικό επίπεδο, σχετίζονται θετικά με την καινοτόμο εργασιακή συμπεριφορά των εργαζομένων. Επιπλέον, τα αποτελέσματα της ιεραρχικής γραμμικής μοντελοποίησης ανέδειξαν ότι οι παράγοντες του πλαισίου, όπως η αμφίδρομη ηγεσία, το κλίμα καινοτομίας και ευελιξίας, το κλίμα ενσωμάτωσης και η διαθεσιμότητα πόρων, σχετίζονται θετικά με την καινοτόμο εργασιακή συμπεριφορά των εργαζομένων, ενώ ο συγκεντρωτισμός και η γραφειοκρατία σχετίζονται αρνητικά με την καινοτόμο εργασιακή συμπεριφορά των εργαζομένων.Όσον αφορά τους παράγοντες που επηρεάζουν τις καινοτομικές επιδόσεις των εργασιακών μονάδων, διαπιστώθηκε ότι η μέση καινοτόμος εργασιακή συμπεριφορά, η αμφίδρομη ηγεσία και το κλίμα εξωστρέφειας αποτελούν τους κύριους παράγοντες προώθησης των διερευνητικών καινοτομιών, ενώ ο συγκεντρωτισμός τεκμηριώθηκε ότι λειτουργεί ως εμπόδιο σε αυτό το είδος καινοτομίας.Όσον αφορά την εκμεταλλευτική καινοτομία, τα αποτελέσματα έδειξαν ότι ο φορμαλισμός αναστέλλει αυτή την καινοτομική επίδοση. Επιπρόσθετα, διαπιστώθηκε ότι η ηλικία της μονάδας εργασίας ασκεί διαφορετικές επιδράσεις στις διερευνητικές και εκμεταλλευτικές καινοτομίες. Συγκεκριμένα, εντοπίστηκε θετική και αρνητική σχέση μεταξύ της ηλικίας της εργασιακής μονάδας και της εκμεταλλευτικής και διερευνητικής καινοτομίας, αντίστοιχα.Υπό το πρίσμα των ευρημάτων, συζητούνται σημαντικές συνέπειες για τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής, τους δημόσιους διαχειριστές και τις διαδικασίες προαγωγής και πρόσληψης του δημόσιου τομέα.Τεκμήριο Investigating the path through which export market orientation influences export venture performance: the role of export sales strategy and marketing capabilities(06-2014) Makri, Katerina N.; Athens University of Economics and Business, Department of Marketing and Communication; Katsikea, Evangelia; Avlonitis, George; Theodosiou, MariosIn response to certain important gaps in the extant export marketing literature the present research inquiry strives to investigate the role of export sales strategy and marketing capabilities in the path through which export market orientation influences export venture performance. Previous research endeavors based on the Resource Based View theory support the existence of a joint, complimentary relationship of sales force resources and capabilities on performance. However it seems that the particular path through which export sales strategy, and its association with specific marketing capabilities and resources contribute to enhanced export performance, requires further research attention. The objective of the present research attempt is to investigate the role of export sales strategy in conjunction with certain marketing capabilities available to an export venture. Drawing on the Resource Based View theory, the present research effort considers and empirically tests the role of marketing capabilities and export sales strategy in the path through which export market orientation influences export performance. Based on a thorough review of empirical studies which consider market orientation as a firm resource, we focus on investigating a series of relationships leading from export market orientation values, norms and behavior to export venture performance. Through this attempt, we aim to address critical gaps in both market orientation and RBV literature, theoretically and empirically. The results of this empirical effort, and in concert with the existing conceptual evidence, suggest that export sales strategy should not be examined in isolation, but within a broader and more interactive context of resources and capabilities embedded within an exporting organization. Particularly, export sales strategy is an important driver of export performance by effectively capitalizing on the resources and capabilities of the firm. Our empirical evidence reveals that effective implementation of export sale strategies contribute to enhanced export market and financial performance, and that export market orientation (firm resource) and marketing capabilities play an important role in enabling effective export sales strategy implementation in export venture markets within a competitive and turbulent environment that exists in foreign markets.Τεκμήριο A meta-analysis of the effects of music on customers of tourism servicesΤρομπέτα, Μαρία-Αγγελική; Trompeta, Maria-Angeliki; Athens University of Economics and Business, Department of Marketing and Communication; Μπάλτας, Γεώργιος; Βασδέκης, Βασίλειος; Σταθακόπουλος, Βλάσιος; Δημητριάδης, Σέργιος; Ανδρονικίδης, Ανδρέας; Bijmolt, Tammo; Καραντινού, ΚαλυψώΗ μουσική αποτελεί το πιο μελετημένο χαρακτηριστικό του περιβάλλοντος των παρεχόμενων υπηρεσιών καθώς επηρεάζει άμεσα τους πελάτες όσον αφορά τις γνωστικές, συναισθηματικές και συμπεριφορικές αποκρίσεις τους. Ωστόσο, τα ευρήματα από αυτό τον μεγάλο αριθμό μελετών ποικίλλουν και πολλές φορές διαφέρουν μεταξύ τους τόσο ως προς το μέγεθος της επίδρασης όσο και ως προς την κατεύθυνση ή τη στατιστική σημαντικότητα αυτής. Αν και έχουν γίνει αξιόλογες προσπάθειες σύνθεσης των πρωτογενών μελετών προκειμένου να εξαχθούν αξιόπιστα συμπεράσματα για το σύνολο της έρευνας, η συντριπτική τους πλειοψηφία περιορίζεται στην ποιοτική ή/και μη συστηματική σύνθεσή τους. Οι ελάχιστες μετα-αναλυτικές προσπάθειες που έχουν πραγματοποιηθεί είτε δεν επικεντρώνονται στους πελάτες υπηρεσιών (Kämpfe et al., 2010), είτε έχουν περιοριστεί στην μελέτη μόνο μίας διάστασης της μουσικής (Roschk et al., 2017), είτε μελετούν μόνο συγκεκριμένα αποτελέσματα (Garlin & Owen, 2006). Αξίζει να σημειωθεί ότι δεν υπάρχει καμία μετα-ανάλυση για την επιρροή της μουσικής στους πελάτες των τουριστικών υπηρεσιών.Σκοπός αυτής της μετα-ανάλυσης είναι, λοιπόν, να καλύψει αυτό το ερευνητικό κενό συνθέτοντας ποσοτικά και με συστηματικό τρόπο όλες τις πρωτογενείς μελέτες που έχουν πραγματοποιηθεί μέχρι σήμερα για την επιρροή της περιβαλλοντικής μουσικής στους πελάτες τουριστικών υπηρεσιών. Ως πλαίσια τουρισμού ορίστηκαν τα εστιατόρια, οι καφετέριες, τα ξενοδοχεία, τα μπαρ, οι χώροι διεξαγωγής συνεδρίων, τα καζίνο, τα στάδια, τα θέρετρα, οι χώροι οινοτουρισμού, τα εθνικά ή θεματικά πάρκα, τα αεροδρόμια, η γευσιγνωσία τροφίμων και ποτών, τα ταξί, τα πρακτορεία ταξιδιών, οι ντίσκο, τα φεστιβάλ, οι εκθεσιακοί χώροι, τα αθλητικά γεγονότα και οι αρχαιολογικοί χώροι. Εξετάσαμε την επίδραση και τη σχετική σημασία πέντε διαστάσεων της μουσικής: (1) της παρουσίας, (2) της έντασης (3) του τέμπο (4) της συνάφειας και (5) του βαθμού αρεσκείας στους πελάτες όσον αφορά ένα ευρύ φάσμα γνωστικών, συναισθηματικών και συμπεριφορικών αποτελεσμάτων.Τα αποτελέσματα της μετα-ανάλυσης πενήντα έξι (56) μελετών και διακοσίων εννιά (209) επιδράσεων δείχνουν ότι δεν υπάρχει ενιαία επίδραση της μουσικής: κάποιες φορές έχει θετική, κάποιες φορές αρνητική και κάποιες φορές μηδενική επίδραση. Φαίνεται ότι τα χαρακτηριστικά της μουσικής, ο τύπος του περιβάλλοντος, καθώς και το είδος της απόκρισης που μελετάται σε κάθε περίπτωση παίζουν σημαντικότερο ρόλο στην εξήγηση της επίδρασης της μουσικής. Επιπροσθέτως, η συνάφεια και ο βαθμός αρεσκείας της μουσικής βρέθηκαν να έχουν πολύ ισχυρότερη επιρροή στους πελάτες των τουριστικών υπηρεσιών από την παρουσία, το τέμπο και την ένταση. Πιο συγκεκριμένα, η παρουσία μουσικής δεν φαίνεται να επηρεάζει σημαντικά τους πελάτες στις περισσότερες διαστάσεις τις οποίες ελέγξαμε. Ωστόσο, καταφέραμε να εντοπίσουμε δύο στατιστικά σημαντικές επιδράσεις της παρουσίας της μουσικής στην ταχύτητα κατανάλωσης φαγητού και στην αξιολόγηση του περιβάλλοντος της παρεχόμενης υπηρεσίας. Ακόμη, τα αποτελέσματά μας δείχνουν ότι το τέμπο της μουσικής επηρεάζει μια σειρά από αντιδράσεις πελατών. Το γρηγορότερο τέμπο επιδρά θετικά στην ταχύτητα τζογαρίσματος, στην ταχύτητα κατανάλωσης και στην ταχύτητα συμπεριφοράς γενικότερα. Ωστόσο, δεν επηρεάζει σημαντικά την συνολική κατανάλωση, τη διάρκεια της παραμονής στον χώρο και τις γνωστικές ή συναισθηματικές αποκρίσεις των πελατών των τουριστικών υπηρεσιών. Η ένταση της μουσικής επίσης επηρεάζει μια σειρά από αντιδράσεις πελατών. Υψηλότερη ένταση μουσικής συνδέεται με υψηλότερη ταχύτητα κατανάλωσης και επιλογή πιο ανθυγιεινών τροφών. Ωστόσο, η υψηλότερη ένταση δεν φαίνεται να επηρεάζει την συνολική κατανάλωση, την συνολική συμπεριφορά των πελατών, ή το σύνολο των αντιδράσεων των πελατών. Η μετα-ανάλυσή μας έδειξε ότι η μουσική συνάφεια έχει μια σειρά από θετικές επιδράσεις στους πελάτες των υπηρεσιών τουρισμού. Υψηλότερη μουσική συνάφεια συνδέεται θετικά με τις αξιολογήσεις φαγητού, τις γνωστικές αντιδράσεις, τις προθέσεις συμπεριφοράς και τις συμπεριφορές. Επιπλέον, η υψηλότερη μουσική συνάφεια φαίνεται να οδηγεί σε μεγαλύτερη ευχαρίστηση και χαμηλότερη διέργεση. Τέλος, η αξιολόγηση της μουσικής είχε μεγάλη, θετική και σημαντική επίδραση σε όλα τα είδη και κατηγορίες των αποκρίσεων των πελατών που μελετήθηκαν. Ο κύριος λόγος μη σημαντικών επιδράσεων που εντοπίστηκαν μεταξύ των φυσικών χαρακτηριστικών της μουσικής και των κατηγοριών των εξαρτημένων μεταβλητών είναι η ετερογένεια μεταξύ των πρωτογενών μελετών, ειδικά όσο κινούμαστε από τις πιο μικρές κατηγορίες στις μεγαλύτερες. Ως αποτέλεσμα, ήταν ευκολότερο να εντοπίσουμε σημαντικές επιδράσεις σε πιο συγκεκριμένα αποτελέσματα. Συμπερασματικά, ως προς τη συμβολή στην ακαδημαϊκή έρευνα, η μετα-ανάλυσή μας συμπληρώνει το κενό μιας συστηματικής και ποσοτικής σύνθεσης των διαθέσιμων ερευνητικών αποτελεσμάτων σχετικά με της επίδραση των πέντε διαστάσεων της μουσικής στις γνωστικές, συναισθηματικές και συμπεριφορικές αποκρίσεις των πελατών των τουριστικών υπηρεσιών. Επιπλέον, βοηθάει τους επαγγελματίες να βγάλουν αξιόπιστα και εύρωστα συμπεράσματα από τον αυξανόμενο και ετερογενή όγκο έρευνας και να ενεργήσουν βασιζόμενοι σε υψηλού επιπέδου τεκμήρια σχεδιάζοντας πιο αποδοτικά περιβάλλοντα παροχής τουριστικών υπηρεσιών.