Μεταπτυχιακές Εργασίες
Μόνιμο URI για αυτήν τη συλλογήhttps://pyxida.aueb.gr/handle/123456789/35
Περιήγηση
Πρόσφατες Υποβολές
Τεκμήριο The effect of working capital management on firm(2024-04-08) Osei, Michael-Bonsu; Athens University of Economics and Business, Department of Accounting and Finance; Kavussanos, Emmanouil; Sakkas, Athanasios; Demirakos, EthymiosThis study investigates the effect of working capital management trends on corporate profitability and performance indicators of manufacturing firms listed on the New York Stock Exchange (NYSE). Data from 36 US-based general industrial firms was gathered from audited financial statements for the twelve years between 2010 and 2022. The study used regression analyses to assess the influence of working capital management components, as well as control variables such as Variability, Financial debt ratio, Sales growth, and Firm size.The study found that when working capital is reduced, the cash conversion cycle, a measure of short-term fiscal management, increases profitability. Accounts payable and Accounts receivable periods were found to be significantly correlated with profitability. Additionally, there is a negative association between profitability and inventory management in days, suggesting that organizations with more effective inventory management strategies are more likely to enjoy higher levels of profitability facilities.The study also found a negative correlation between financial debt ratio and profitability, suggesting that a larger share of the company's assets funded through debt, such as loans or bonds, may result in higher interest payments and financial commitments, which can influence the firm's net income and profitability. The study concluded that the firm's financial profitability is affected by its working capital management practices. It was advised that manufacturing firms listed on the NYSE use prudent, ideal working capital management methods, as these affect both their financial performance and overall company profitability.To inform policy change, the study evaluates the viability of recent local and international approaches while offering one of the most recent findings on the subject. The goal is to confirm that the connections discovered throughout the study are due to the cash conversion cycle on firm profitability, rather than the other way around.Τεκμήριο Could the goodwill impairment decision be subject to management discretion? The case of firms listed in the French Stock Market(2025-03-19) Καρακώστα, Ελένη; Karakosta, Eleni; Papadaki, Afroditi; Karampinis, Nikolaos; Doukakis, LeonidasΟι αποφάσεις για απομείωση της υπεραξίας στις χρηματοοικονομικές αναφορές είναι κεντρικής σημασίας για την αξιολόγηση της ηθικής της διοίκησης, ιδιαίτερα στις εταιρείες όπου η υπεραξία αποτελεί σημαντικό μέρος του συνόλου των περιουσιακών της στοιχείων (Ramana & Watts, 2012). Στις εταιρείες που είναι εισηγμένες στο γαλλικό χρηματιστήριο η απομείωση της υπεραξίας μπορεί να επηρεάσει σημαντικά την αντίληψη των ενδιαφερόμενων μερών αναφορικά με την οικονομική ευημέρια και να επηρεάσει το ευρύτερο οικονομικό περιβάλλον. Η υιοθέτηση των ΔΠΧΑ (IFRS), και συγκεριμένα του IFRS3 αναφορικά με τις Επιχειρηματικές Συνενώσεις, έχει αλλάξει θεμελιωδώς τον τρόπο με τον οποίο η υπεραξία απεικονίζεται στις οικονομικές καταστάσεις. Η παρούσα διπλωματική εξετάζει το κατά πόσο η αποφάση για απομείωση της υπεραξίας στην περίπτωση των εισηγμένων εταιρειών στο γαλλικό χρηματιστήριο επηρεάζεται από τη διακριτική ευχέρεια της διοίκησης και τις ηθικές εκτιμήσεις των διευθυντικών στελεχών. Εξετάζει το ρυθμιστικό πλαίσιο, αναλύει τα κίνητρα και τις πιέσεις που αντιμετωπίζει η διοίκηση και αναζητά κατά πόσο οι ενέργειες της διοίκησης ευθυγραμμίζονται με τις αρχές της διαφάνειας και της ορθής απεικόνισης. Η έρευνα αναζητά τη δυνατότητα διαχείρισης κερδών μέσω στρατηγικών όπως "big bath accounting" και "income smoothing". Ερευνώντας συγκεκριμένες περιπτώσεις και τη γενική τάση γύρω από τις πρακτικές απομείωσης της υπεραξίας αναδεικνύεται ότι η διοίκηση έχει κάποιο βαθμό ελέγχου σχετικά με το εάν θα αναγνωριστεί απομείωση της υπεραξίας, κάτι που είναι ιδιαίτερα εμφανές στη στρατηγική "big bath accounting". Τα ευρήματα καταδεικνύουν τη πολυπλοκότητα των αποφάσεων απομειώσης υπεραξίας, οι οποίες επηρεάζονται από μία σειρά χρηματοοικονομικών παραμέτρων όπως επίπεδο χρέους, κερδοφορία πριν την απομείωση, μέγεθος της εταιρείας και επίπεδο υπεραξίας.Επιπλέον, καταδεικνύουν το ότι οι εισηγμένες εταιρείες στο γαλλικό χρηματιστήριο ενδέχεται να χρησιμοποιούν την απομείωση της υπεραξίας ως εργαλείο για τη διαχείρηση των κερδών και ως μέσο απεικόνισης της οικονομικής πραγματικότητας. Ειδικά εταιρείες με υψηλό επίπεδο χέρους είτε εκείνες που αντιμετωίζουν οικονομικές δυσκολίες ενδέχεται να πραγματοποιούν στρατηγικά απομειώσεις.Τεκμήριο Η επίδραση των επιδόσεων ESG στην επενδυτική αποτελεσματικότητα(2025-03-19) Πανταζής, Ιωάννης; Καραμπίνης, Νικόλαος; Δεμοιράκος, Ευθύμιος; Μπαμπουκάρδος, ΔιογένηςΣτη παρούσα εργασία εξετάζεται η σχέση μεταξύ των πολιτικών ESG (Περιβαλλοντική, Κοινωνική και Εταιρική Διακυβέρνηση) και της επενδυτικής αποτελεσματικότητας των επιχειρήσεων, καθώς και ο ρόλος του ελεγκτικού επαγγέλματος ως παράγοντας διασφάλισης μεταξύ εταιρειών και επενδυτών. Μέσα από τη βιβλιογραφική ανασκόπηση που παρατίθεται, αναλύονται οι επιπτώσεις της υιοθέτησης ESG πρακτικών από τις εταιρείες στη χρηματοοικονομική απόδοση και την ελκυστικότητα προς τους επενδυτές. Παράλληλα διερευνάται η σημασία της διασφάλισης από ελεγκτικές εταιρείες , για την ενίσχυση της διαφάνειας και της αξιοπιστίας των ESG αναφορών, ενώ δίνεται ιδιαίτερη έμφαση στα διεθνή και ευρωπαϊκά ρυθμιστικά πλαίσια αναφοράς όπως, το GRI, την Οδηγία CSRD και την Ταξινομία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EU TAXONOMY), τα οποία καθορίζουν τις απαιτήσεις διαφάνειας και τις μεθόδους αξιολόγησης που πρέπει να ακολουθούν οι εταιρείες. Η εμπειρική ανάλυση εξετάζει τη σχέση μεταξύ επενδυτικής αποτελεσματικότητας (Investment Efficiency – Inv) και της απόδοσης εταιρειών πάνω στη Περιβαλλοντική, Κοινωνική και Εταιρική Ευθύνη. Για τον σκοπό αυτό συλλέχθηκαν δεδομένα από 100 διαφορετικές εταιρείες για τα έτη 2022 έως 2024, από διάφορες χώρες παγκοσμίως καλύπτοντας διαφορετικούς κλάδους. Για τη ποσοτική ανάλυση αναπτύχθηκαν μοντέλα πολλαπλής παλινδρόμησης (OLS Regression), όπου στο αρχικό μοντέλο ορίστηκε ως εξαρτημένη μεταβλητή η Investment Efficiency (Inv) και ως ανεξάρτητες μεταβλητές η ESG Performance (βαθμολογίες ESG), ο δείκτης ROA (Return on Assets), το Firm Size (Σύνολο Ενεργητικού), το Financial Leverage (Χρηματοοικονομική Μόχλευση), το Firm Age (ηλικία των εταιρειών), το Board Size (μέγεθος του Διοικητικού Συμβουλίου) και τη δυαδική μεταβλητή Big4 Dummy η οποία εξετάζει αν μια εταιρεία ελέγχεται από μια εκ των τεσσάρων Big4 εταιρειών διασφάλισης. Στη συνέχεια εξετάζεται ένα μοντέλο OLS με ψευδομεταβλητές (Year Dummies), για να ελεγχθεί αν υπάρχουν διαχρονικές επιδράσεις στην επενδυτική αποτελεσματικότητα και μέσα από τα αποτελέσματα αυτών των αναλύσεων καταλήγουμε σε χρήσιμα συμπεράσματα πάνω στην έρευνα μας, τα οποία θα αναλυθούν εκτενέστερα.Τεκμήριο The effect of business strategy on the relationship between working capital management and profitability in the UK market(2025-03-19) Korakis, Dimitrios; Κοράκης, Δημήτριος; Ballas, Apostolos; Doukakis, Leonidas; Vlismas, OrestesΗ παρούσα διπλωματική εργασία εξετάζει τον ρόλο της επιχειρηματικής στρατηγικής ως μετριαστικού παράγοντα στη σχέση μεταξύ διαχείρισης κεφαλαίου κίνησης και κερδοφορίας στην αγορά του Ηνωμένου Βασιλείου. Η διαχείριση κεφαλαίου κίνησης αποτελεί κρίσιμο τμήμα της χρηματοοικονομικής διαχείρισης, καθώς εξασφαλίζει τη ρευστότητα και την κερδοφορία μέσω της βραχυπρόθεσμης κατανομής των πόρων (Knauer & Wöhrmann, 2013). Η μελέτη βασίζεται στο μοντέλο των Miles και Snow (1978), το οποίο κατηγοριοποιεί τις επιχειρήσεις σε «πρωτοπόρους» και «αμυντικούς», ώστε να διερευνηθεί η επίδραση της στρατηγικής στη σχέση κεφαλαίου κίνησης και κερδοφορίας. Οι «πρωτοπόροι», που χαρακτηρίζονται από καινοτομία, εξερεύνηση και ευελιξία, αναμένεται να εμφανίζουν ασθενέστερη σχέση λόγω της ροπής προς τον κίνδυνο και των περίπλοκων δομών τους. Οι «αμυντικοί», με έμφαση στην αποδοτικότητα, τη σταθερότητα και τη διαχείριση κόστους, αναμένονται να παρουσιάζουν ισχυρότερη σχέση, λόγω των δομημένων διαδικασιών και της αυστηρής διαχείρισης αποθεμάτων και σχέσεων. Τα εμπειρικά αποτελέσματα επιβεβαιώνουν τη σημασία των επιμέρους στοιχείων της διαχείρισης κεφαλαίου κίνησης (αποθέματα, απαιτήσεις, υποχρεώσεις) στην κερδοφορία. Ωστόσο, η επίδραση της στρατηγικής ήταν ασθενέστερη από το αναμενόμενο. Καμία από τις δύο στρατηγικές κατηγορίες δεν είχε στατιστικά σημαντική επίδραση στην αποδοτικότητα των σχετικών πολιτικών. Επιπλέον, δεν εντοπίστηκε μη γραμμική σχέση, αντικρούοντας προηγούμενες θεωρίες περί βέλτιστου επιπέδου κεφαλαίου κίνησης. Συνεπώς, ενώ η στρατηγική ευθυγράμμιση έχει αξία, φαίνεται πως εξωτερικοί και κλαδικοί παράγοντες παίζουν καθοριστικότερο ρόλο στη σύνδεση διαχείρισης κεφαλαίου κίνησης και κερδοφορίας.Τεκμήριο Value relevance of IFRS disclosuresΓεωργούλης, Ιωάννης; Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Τμήμα Λογιστικής και Χρηματοοικονομικής; Σιουγλέ, ΓεωργίαThis paper investigates the value relevance of IFRS disclosures for the construction and material sector in the case of Greece during years 2006-2012, which means that pre-crisis and post crisis period are examined as well. In the first chapter, there is a definition of value relevance accounting information and a presentation of related literature. Moreover, there is analysis of how critical disclosures are in a globalized environment where financial statements are the most important tool for investors and analysts to estimate the real value of companies and firms. Relevant literature is provided with details for both voluntary and mandatory disclosures.In addition, we present the method for measuring compliance with mandatory IFRS disclosures and we measure companies’ level of compliance with the assist of a self constructed index checklist. In latter chapters, we implement statistical analysis to explore the value relevance of compliance with mandatory IFRS disclosures and we develop a number of hypotheses. Results are presented along with commendationΤεκμήριο Επισφάλεια στις τράπεζες πριν και μετά την οικονομική κρίση σε Ελλάδα, Ισπανία και ΙταλίαΚοροβέσης-Καραγιάννης, Βασίλειος; Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Τμήμα Λογιστικής και Χρηματοοικονομικής; Γκίκας, ΔημήτριοςΟι υπηρεσίες που παρέχονται από τις εμπορικές τράπεζες δεν μπορούν να υπογραμμιστούν υπερβολικά. Οι τράπεζες βασικά σε οποιαδήποτε οικονομία είναι ενδιάμεσοι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί που εκτελούν δύο κύριες παραδοσιακές λειτουργίες οι οποίες περιλαμβάνουν την είσπραξη και τη χορήγηση δανείων. Ως επιχειρηματικά ιδρύματα, πρέπει να συναντηθούν με τις υποχρεώσεις τους προκειμένου να ικανοποιήσουν τους μετόχους με την καταβολή μεγίστων ή επαρκών αποδόσεων της επένδυσής τους για να παραμείνουν ως επενδυτές. Σε μια προσπάθεια να ικανοποιηθούν οι μέτοχοι και οι άλλοι ενδιαφερόμενοι σε μέγιστο βαθμό, υπάρχει η ανάγκη για τις τράπεζες να παράγουν αρκετές αποδόσεις καθώς και να ενημερώνουν το ενδιαφέρον που αυτόματα είναι σε σύνδεση με το μέγεθος και την ποιότητα των δανείων και των προκαταβολών που δίνονται σε δυνητικούς δανειολήπτες για άλλους επενδυτικούς σκοπούς. Αυτό απαιτεί αποτελεσματική διαχείριση χαρτοφυλακίου χορηγήσεων. Λόγω των ελλείψεων στη διαχείριση του δανειακού χαρτοφυλακίου των εμπορικών τραπεζών και την αδυναμία των υπευθύνων λήψης αποφάσεων ο τραπεζίτης πρέπει να κάνει τέλεια και ακριβή πρόβλεψη της εξόφλησης του δανείου, οι κακές και επισφαλείς απαιτήσεις καθίστανται αναπόφευκτες. Αυτό προκύπτει από το γεγονός ότι ο δανεισμός συνεπάγεται έναν ορισμένο βαθμό κινδύνων και δεν υπάρχει κανένας κανόνας ή μέτρο ενός πελάτη του οποίου το δάνειο θα πάει άσχημα ή εάν η πληρωμή θα γίνει κατά τη συμφωνηθείσα περίοδο με την τιμή του δανείου (Packer, and Tarashev, 2011).Ένα χρέος λέγεται ότι είναι επισφαλές όταν δεν υπάρχει ελπίδα ανάκτησης του ποσού από τον οφειλέτη. Οπως και μόλις το χρέος αναγνωριστεί ως επισφαλές, θα πρέπει να μεταφερθεί από τον λογαριασμό του οφειλέτη στην χρέωση ενός λογαριασμού που ονομάζεται λογαριασμός Bad Debt. Στις τράπεζες, ένα επισφαλές χρέος αναγράφεται συνήθως ως ζημία και κατατάσσεται ως έξοδο επειδή το οφειλόμενο χρέος της τράπεζας δεν είναι δυνατό να εισπραχθεί και έχουν καταβληθεί όλες οι εύλογες προσπάθειες για να εισπράξει το οφειλόμενο ποσό. Πριν από την στιγμή που ένα χρέος μπορεί να γίνει επισφαλές, θα αμφισβητηθεί από την τράπεζα ανάκτησης. Αφού η τράπεζα είναι σίγουρη ότι το χρέος είναι ανεπανόρθωτο, τότε γίνεται χρέος. Ο Kent (1960) συμφώνησε ότι ένας λογαριασμός δεν γίνεται επισφαλής εν μία νυκτί , πρέπει να έχει δείξει κάποια αρνητικά σημάδια για κάποιο χρονικό διάστημα. Επομένως, στην περίπτωση αυτή ο διαχειριστής πίστωσης πρέπει να επικεντρωθεί στο επιθυμητό δάνειο (Schich, 2009).Τεκμήριο Η επίδραση της εφαρμογής των Διεθνών Λογιστικών Προτύπων στις ξένες επενδύσειςΚαρανάνος, Μενέλαος; Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Τμήμα Λογιστικής και Χρηματοοικονομικής; Τζόβας, ΧρήστοςΣκοπός: Η μελέτη εξετάζει τη σχέση μεταξύ των ξένων επενδύσεων χαρτοφυλακίου με την υποχρεωτική υιοθέτηση των ΔΠΧΠ. Για το σκοπό αυτό, έγινε έρευνα σε δείγμα χωρών που έχουν υιοθετήσει υποχρεωτικά τα ΔΠΧΠ (Ευρωζώνη) και σε χώρες που δεν έχουν υιοθετήσει ακόμη τα ΔΠΧΠ (BRICS, Η.Π.Α, Ιαπωνία) σχετικά με τις επενδύσεις χρέους και μετοχών.Σχεδιασμός / μεθοδολογία / προσέγγιση: Η έρευνα χρησιμοποιεί δευτερογενή δεδομένα για το διάστημα 2003-2014 (ετήσια) για τις χώρες της Ευρωζώνης, τις χώρες των BRICS και τις Η.Π.Α, Ιαπωνία. Οι μεταβλητές και το μοντέλο στηρίζονται στην έρευνα των Beneish et al. (2015). Διενεργήθηκαν τρεις διαφορετικές κατηγορίες παλινδρομήσεων. Η πρώτη αφορά το συνολικό δείγμα. Έγιναν τρεις παλινδρομήσεις, έχοντας ως εξαρτημένες μεταβλητές τις επενδύσεις χρέους, μετοχών και τις συνολικές επενδύσεις. Η δεύτερη παλινδρόμηση ενώνει τις δύο παλινδρομήσεις που έχουν ως εξαρτημένες μεταβλητές τις επενδύσεις χρέους και μετοχών με απώτερο σκοπό να διαπιστωθεί αν υπάρχουν διαφορές στην επίδραση ανάλογα με αν η εξαρτημένη μεταβλητή αναφέρεται σε επένδυση χρέους ή μετοχών. Η τρίτη παλινδρόμηση εξετάζει το αν οι ξένες επενδύσεις στις χώρες της Ευρωζώνης αυξήθηκαν το διάστημα μετά την υποχρεωτική υιοθέτηση των ΔΠΧΠ.Ευρήματα: Οι επενδύσεις σε μετοχές για τις χώρες της Ευρωζώνης παρουσιάζουν στατιστικά σημαντική διαφορά σε σχέση με τις υπόλοιπες χώρες. Επιπλέον, σε σχέση με τις υπόλοιπες χώρες, οι χώρες της Ευρωζώνης εμφανίζουν αυξημένες ξένες επενδύσεις μετοχών, αλλά χαμηλότερες ξένες επενδύσεις χρέους. Τέλος, δεν προκύπτει κάποια σημαντική επίδραση της υιοθέτησης των ΔΠΧΠ στις ξένες επενδύσεις της Ευρωζώνης.Πρωτοτυπία / αξία: Η έρευνα αντίθετα με εκείνη των Beneish et al. (2015) εξετάζει την επίδραση της υιοθέτησης των ΔΠΧΠ σε βάθος χρόνου. Δεδομένου ότι δεν προκύπτουν παρόμοια αποτελέσματα με την προαναφερθείσα έρευνα, το πεδίο χρήζει περαιτέρω έρευνας, με πιθανό διαχωρισμό των ξένων επενδύσεων με βάση τις χώρες προορισμού.Τεκμήριο Πολλαπλασιαστικά υποδείγματα αποτίμησης επιχειρήσεωνΜπάκου, Χριστίνα; Athens University of Economics and Business, Department of Accounting and Finance; Μπάλλας, ΑπόστολοςΣκοπός της συγκεκριμένης εργασίας είναι να ερευνήσει τη δυναμική σχέση μεταξύ αγοραίων αξιών και λογιστικών αριθμών για επιχειρήσεις που είναι εισηγμένες στο Χρηματιστήριο. Μελέτες έρευνας σχετικά με τη λογιστική πληροφόρηση στη χρηματιστηριακή αγορά έχουν ξεκινήσει από τους Ball και Brown (1968), όπου είναι και η μεγαλύτερη έρευνα στη λογιστική βιβλιογραφία. Το κίνητρο της μελέτης αυτής είναι να μη σταθούμε μόνο σε θεωρητικά υπόβαθρα, αλλά και σε εμπειρικές αναλύσεις για να βελτιώσουμε τη σημασία της σχέσης μεταξύ αγοραίας και λογιστικής αξίας χρησιμοποιώντας ετήσια στοιχεία από τη περίοδο 2005 έως 2015 από την αγορά της Γερμανίας. Υπάρχει ένα πλήθος μεθόδων αποτίμησης επιχειρήσεων. Τα αποτελέσματα που θα ακολουθήσουμε είναι σύμφωνα με αυτά που απέδειξαν πρόσφατα σε μελέτη τους οι Falta και Willet (2011) και δείχνουν μεταξύάλλων την ανάγκη για μια λογαριθμική μετατροπή των δεδομένων για να δωθούνκαλύτερα στατιστικά και προσδιορισμένα μοντέλα χρησιμοποιώντας πολλαπλασιατικά μοντέλα για αποτίμηση στοιχείων των επιχειρήσεων. Τα πολλαπλασιαστικά μοντέλα υποστήριζεται ότι είναι πιο συνεπή με την υποκείμενη οικονομική θεωρία για τις μακρόβια επιχειρήσεις. Τα λογιστικά διαστρωματικά και δυναμικά μοντέλα παλινδρόμησης της αγοράς σχετικά με τις λογιστικές αξίες εκτιμώνται σε επίπεδα και αποδόσεις, χρησιμοποιώντας όπως αναφέραμε ένα επιλεγμένο πάνελ επιχειρήσεων από τις μεγαλύτερα μακρόβια επιχειρήσεις της Γερμανίας για μια δεκαετία. Θα εξετάσουμε λοιπόν αν τα πολλαπλασιαστικά μοντέλα δεδομένων παράγουν αισθητά βελτιωμένα στατιστικών προδιαγραφών μοντέλα σε σύγκριση με τα απλά προσθετικά μοντέλα.Τεκμήριο Σχέση ποιότητας λογιστικού ελέγχου - διαχείρισης εταιρικών κερδώνΣώκου, Μάρθα; Γκίκας, Δημήτριος; Athens University of Economics and Business, Department of Accounting and FinanceΗ παρούσα μελέτη έχει ως στόχο να προσδιορίσει τη σχέση της ποιότητας των εξωτερικών λογιστικών ελέγχων με το φαινόμενο της διαχείρισης των εταιρικών κερδών. Ως αντιπροσωπευτικό μέγεθος μέτρησης της ποιότητας των ελέγχων έχει οριστεί το μέγεθος της ελεγκτικής εταιρείας που είναι αρμόδια για την διεξαγωγή του ελέγχου (Big-four ή non Big-four) και ως μέτρο εκτίμησης της διαχείρισης των κερδών θεωρούνται τα διαφοροποιούμενα δεδουλευμένα μεγέθη (discretionary accruals), δηλαδή τα δεδουλευμένα που η Διοίκηση της εκάστοτε εταιρείας έχει την διακριτική ευχέρεια να επηρεάσει προς όφελός της. Το πεδίο έρευνας είναι η Ελληνική Χρηματιστηριακή Αγορά και στο δείγμα συμπεριλαμβάνονται εκατόν εβδομήντα τρεις (173) εισηγμένες εταιρείες, οι οποίες προέκυψαν από το σύνολο των εισηγμένων μετά από εξαίρεση των τραπεζών, των ασφαλιστικών εταιρειών, των εταιρειών παροχής χρηματοοικονομικών υπηρεσιών, των δημοσίων διοικητικών οργανισμών κι άλλων εταιρειών με ελλιπή παροχή λογιστικών δεδομένων, είτε διότι έπαψαν να είναι εισηγμένες στο Χρηματιστήριο Αθηνών (διαγραφή), είτε διότι βρίσκονται σε στάδιο αναστολής, είτε λόγω συγχώνευσης.Βάσει των ερευνητικών υποθέσεων, η παρούσα έρευνα έρχεται να απαντήσει στο αν υπάρχει ή όχι στατιστικά σημαντική αρνητική σχέση μεταξύ της ποιότητας του ελέγχου και της διαχείρισης των κερδών των εταιρειών, τόσο σε περίοδο οικονομικής κρίσης, όσο και σε περίοδο πριν την κρίση. Για τον λόγο αυτό, χρονολογία ορόσημο είναι το έτος 2009, όπου τοποθετείται χρονικά η εδραίωση της οικονομικής κρίσης στην Ελληνική Οικονομία. Έτσι, γίνεται διάκριση των δύο περιόδων: περίοδος πριν την κρίση (2006-2009) και περίοδος μετά την κρίση (2010-2013).Για τους σκοπούς της έρευνας πραγματοποιήθηκε εμπειρική ανάλυση με τη χρήση του τροποποιημένου οικονομετρικού μοντέλου Jones (modified Jones model), κατά τους Dechow et al. (1995). Πέραν από τα διαφοροποιούμενα δεδουλευμένα μεγέθη που αποτελούν την εξαρτημένη μεταβλητή του μοντέλου και το μέγεθος της ελεγκτικής εταιρείας που αποτελεί τη βασική ανεξάρτητη μεταβλητή, στο μοντέλο περιλαμβάνονται κι άλλοι παράγοντες. Αυτοί είναι το ύψος των καθαρών ταμειακών ροών από λειτουργικές δραστηριότητες, το επίπεδο μόχλευσης της εταιρείας, το μέγεθός της, ο δείκτης Book-to-Market value, η αποδοτικότητα του Ενεργητικού της, η ύπαρξη οικονομικής κρίσης και ένας ακόμη ιδιαίτερος παράγοντας, η συνέργεια6του μεγέθους της ελεγκτικής εταιρείας με την ύπαρξη οικονομικής κρίσης. Ο καθένας από αυτούς επηρεάζει με διαφορετικό τρόπο και σε διαφορετικό βαθμό την εμφάνιση του φαινομένου διαχείρισης των αποτελεσμάτων σε μία εταιρεία. Για την ακρίβεια, οι καθαρές ροές από την λειτουργική δραστηριότητα της εταιρείας και η απόδοση του συνόλου του Ενεργητικού είναι τα μεγέθη εκείνα που κι επηρεάζουν επίσης, με στατιστικά σημαντικό τρόπο τη διαχείριση των κερδών, το μεν με αρνητικό και το δε με θετικό τρόπο. Όμως, το βασικό πόρισμα που προκύπτει από αυτή την εμπειρική ανάλυση είναι ότι υπάρχει στατιστικά μη σημαντική αρνητική σχέση μεταξύ της ποιότητας του ελέγχου και της διαχείρισης των κερδών των εταιρειών, τόσο σε περίοδο οικονομικής κρίσης, όσο και σε περίοδο πριν την κρίση.Τεκμήριο Η χειραγώγηση των τραπεζικών κερδών(Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών) Χαριτωνίδου, Μαριέττα Ε.; Παπαδάκη, ΑφροδίτηΗ πρόσφατη χρηματοπιστωτική κρίση έχει προκαλέσει μια τάση για επαναξιολόγηση πολλών πτυχών της χρηματοδοτικής δραστηριότητας των τραπεζικών ιδρυμάτων και των λογιστικών πρακτικών που αυτά ακολουθούν. Ένας τομέας που παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον είναι αυτός του προσδιορισμού του κατάλληλου επιπέδου των προβλέψεων για ζημίες από επισφαλείς απαιτήσεις, δηλαδή των κεφαλαίων που προορίζονται προκειμένου αντισταθμιστούν τυχόν μελλοντικές ζημίες που θα προκαλέσει η ασυνέπεια ορισμένων δανειοληπτών (Bernanke, 2009). Ο καθορισμός του καταλλήλου επιπέδου των εν λόγω κεφαλαίων εξαρτάται από την εξισορρόπηση των απαιτήσεων που θέτουν αφ’ ενός μεν οι αρμόδιες ρυθμιστικές αρχές, για τις οποίες σημασία έχει η προστασία της ασφάλειας και της ευρωστίας του ευρύτερου χρηματοπιστωτικού συστήματος, αφ’ ετέρου δε οι λογιστικές ρυθμιστικές αρχές, για τις οποίες σημασία έχει η διαφάνεια των λογιστικών καταστάσεων που εκδίδουν τα τραπεζικά ιδρύματα.Σε αυτή την εργασία διερευνούμε, στηριζόμενοι στην μελέτη των Norden και Stoian (2013), κατά πόσον οι Ελληνικές τράπεζες χρησιμοποιούν τις προβλέψεις για επισφαλείς απαιτήσεις («προβλέψεις») προκειμένου να διαχειριστούν το επίπεδο και την μεταβλητότητα των κερδών τους και εξετάζουμε τις επιπτώσεις (αυτής της διαχείρισης) επί των τραπεζικών κινδύνων. Χρησιμοποιώντας ένα δείγμα έξι Ελληνικών τραπεζικών ιδρυμάτων, κατά την περίοδο 2000-2014, δεν διαπιστώσαμε ότι τα υπό εξέταση τραπεζικά ιδρύματα χρησιμοποιούν τις προβλέψεις για χειραγώγηση των κερδών τους, δηλαδή για να προσαρμόσουν το επίπεδο και τη μεταβλητότητα των κερδών τους. Επιπλέον, δεν βρέθηκαν επαρκή στατιστικά στοιχεία ότι προσαρμόζουν τις προβλέψεις τους προκειμένου να αποφύγουν τις διακυμάνσεις των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο στοιχείων του ενεργητικού τους.Τεκμήριο Interrelationships among the PIIGS and the north European stock markets before and after the financial crisis: Cointegration and causality analysis(Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών.) Γιαννακόπουλος, Νικόλαος; Μπεκίρος, ΣτέλιοςIncludes abstractΤεκμήριο ESG αποδοτικότητα και ποιότητα κερδών(2025-03-19) Κεχρή, Ζωή; Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Τμήμα Λογιστικής και Χρηματοοικονομικής; Τζόβας, Χρήστος; Χαλέβας, Κωνσταντίνος; Παπαδάκη, ΑφροδίτηΗ περιβαλλοντική, κοινωνική και διακυβέρνηση (ESG) αποτελεσματικότητα και η ποιότητα των κερδών αναγνωρίζονται όλο και περισσότερο ως βασικοί παράγοντες της βιώσιμης επιχειρηματικής απόδοσης. Η αποδοτικότητα της ESG αναφέρεται στο πόσο καλά μια εταιρεία ενσωματώνει την περιβαλλοντική υπευθυνότητα, την κοινωνική ισότητα και την ισχυρή διακυβέρνηση στις δραστηριότητές της, ενώ η ποιότητα του κέρδους αντικατοπτρίζει τη βιωσιμότητα και τη συνέπεια των οικονομικών αποδόσεων. Η εργασία διερευνά την αλληλεπίδραση μεταξύ της αποτελεσματικότητας των ESG και της ποιότητας των κερδών. Η ποιότητα κερδών εξετάζεται μέσω της διαχείρισης κερδών με δυο διαφορετικές στρατηγικές. Η πρώτη μέθοδος είναι η διαχείριση κερδών μέσω δεδουλευμένων (ΑΕΜ) και η δεύτερη μέθοδος μέσω πραγματικών κερδών (REM).Για να εξεταστεί η επίδραση μεταξύ των δυο μοντέλων και του δείκτη ESG χρησιμοποιήθηκαν δεδομένα από τη βάση Refinitiv Eikon DataStream από τη χώρα της Γερμανίας. Μέσω του προγράμματος STATA έγινε η επεξεργασία των δεδομένων και μέσω ελέγχων προκύπτει η κατάλληλη σύνταξη των γραμμικών μοντέλων παλινδρομήσεων. Από τα αποτελέσματα προέκυψαν πίνακες που παρουσιάζουν την επίδραση του δείκτη ESG με βάση τα δύο μοντέλα. Έχουν ληφθεί δυο υποθέσεις, η πρώτη εξετάζει κατά πόσο οι εταιρείες με μεγαλύτερη αφοσίωση σε πρακτικές ESG έχουν αρνητική σχέση με τη διαχείριση κερδών μέσω δεδουλευμένων και η δεύτερη κατά πόσο οι εταιρείες με μεγαλύτερη αφοσίωση σε πρακτικές ESG περιορίζουν περισσότερο τη χρήση μέσω πραγματικών κερδών.Από τις παραπάνω υποθέσεις προκύπτει ότι παρόλο που μια υψηλή τιμή στο δείκτη ESG τείνει να μειώνει και τις δυο στρατηγικές διαχείρισης κερδών, η σχέση δεν είναι στατιστικά σημαντική, επομένως δεν μπορούμε να αποδεχθούμε καμία υπόθεση και τα μοντέλα δεν ερμηνεύονται από το δείγμα.Τεκμήριο Η ασυμμετρία κόστους: η περίπτωση της Σουηδίας(2025-03-19) Βασιλειάδης, Βασίλειος; Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Τμήμα Λογιστικής και Χρηματοοικονομικής; Καραμπίνης, Νικόλαος; Χέβας, Δημοσθένης; Βλησμάς, ΟρέστηςΟ σκοπός για τον οποίο εκπονήθηκε η παρουσα διπλωματική εργασία είναι να ερευνήσει αν τα έξοδα διοίκησης και διάθεσης των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στη Σουηδία που έχει μια ανεπτυγμένη οικονομία επιδεικνύουν ασύμμετρη συμπεριφορά. Το κίνητρο για τη πραγματοποίηση της μελέτης αυτής είναι η απάντηση στο ερώτημα εαν η ιδιοτελής διευθυντική συμπεριφορά και το κόστος προσαρμογής κρίνονται ικανοί παράγοντες ώστε να οδηγήσουν στη ασύμμετρη συμπεριφορά των εξόδων αυτών. Στο δείγμα των 701 σουηδικών επιχειρήσεων με τις συνολικά 65761 παρατηρήσεις περικλείονται τα δεδομένα στο χρονικό διάστημα 2003-2022. Ύστερα από την εκτίμηση του τελικού οικονομετρικού μοντέλου παλινδρόμησης τα ευρήματα έδειξαν πως η ερευνητική υπόθεση δεν επαληθεύτηκε καθώς προέκυψε αρνητική ασυμμετρία στη συμπεριφορά των εξόδων διάθεσης και διοίκησης. Οπότε συμπερασματικά βάσει των ευρημάτων της παρούσας μελέτης φαίνεται πως οι αποφάσεις και οι ενέργειες των διευθυντικών στελεχών, σε περιόδους μειωμένων πωλήσεων, δεν αρμόζουν για να υπάρχει το φαινόμενο της ασυμμετρίας στα κόστη διοίκησης και διάθεσης.Τεκμήριο The effect of leverage on firm value(2025-01-22) Rym, Jouini; Athens University of Economics and Business, Department of Accounting and Finance; Karatzimas, Sotirios; Baboukardos, Diogenis; Karampinis, NikolaosThis study examines the impact of leverage on firm value in the SBF 120 index, considering Modigliani and Miller’s work, Trade-Off theory, and Pecking Order theory. Using dynamic panel data models, it tests four hypotheses on leverage, bankruptcy risk, internal financing, and firm value.Findings confirm that leverage increases firm value due to market imperfections, supporting the U-shaped hypothesis and Trade-Off theory’s optimal leverage balance. The results also align with Pecking Order theory, showing that firms relying on internal financing enhance value by minimizing information costs and equity dilution.By integrating theoretical and empirical literature on capital structure, the study provides managerial insights on optimal leverage and internal financing strategies. Though focused on French firms, its implications extend to various economic and geographic contexts, emphasizing the strategic use of leverage in complex financial systems.Τεκμήριο Διαστρωματικά εκτίμηση των αποδόσεων μετοχών σε μικρές αγορές: η περίπτωση της ελληνικής αγοράς(2025-03-20) Μιχελάκης, Ανδρέας; Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Τμήμα Λογιστικής και Χρηματοοικονομικής; Επίσκοπος, Aθανάσιος; Σπύρου, Σπυρίδων; Λελεδάκης, ΓεώργιοςΣκοπός της παρούσας εργασίας είναι η διερεύνηση των παραγόντων που επηρεάζουν τις αποδόσεις των μετοχών στο Χρηματιστήριο Αθηνών, μια αναδυόμενη αγορά που έχει μελετηθεί λιγότερο σε σύγκριση με τις ανεπτυγμένες αγορές. Μέσω της διαστρωματικής ανάλυσης, εξετάζονται 283 εισηγμένες εταιρείες του Χ.Α.Α. για την περίοδο 2002-2024. Η οικονομετρική προσέγγιση βασίζεται στη γραμμική παλινδρόμηση με το μοντέλο των Fama & MacBeth, ενώ οι μεταβλητές που χρησιμοποιούνται περιλαμβάνουν τους κλασικούς παράγοντες αποτίμησης περιουσιακών στοιχείων, γνωστούς στη βιβλιογραφία ως "Ανωμαλίες των Αγορών".Τα αποτελέσματα καταδεικνύουν μια μετατόπιση στις επενδυτικές τεχνικές ανάλυσης, καθώς η ελληνική αγορά ωριμάζει και οι επενδυτές δίνουν αυξημένη έμφαση στην αποδοτικότητα και τη δημιουργία αξίας μιας εταιρείας, σε αντίθεση με το μέγεθός της.Η εργασία αποτελείται από πέντε ενότητες. Η πρώτη είναι η εισαγωγή, όπου παρουσιάζεται το αντικείμενο της μελέτης. Η δεύτερη είναι η βιβλιογραφική ανασκόπηση, η οποία αναλύει τις θεμελιώδεις θεωρίες στις οποίες βασίζεται η έρευνα. Στην τρίτη ενότητα περιγράφονται τα δεδομένα και η μεθοδολογία που χρησιμοποιήθηκε. Η τέταρτη ενότητα παρουσιάζει τα αποτελέσματα και την ανάλυσή τους. Τέλος, η πέμπτη ενότητα αφορά τα συμπεράσματα, όπου συνοψίζονται τα κύρια ευρήματα και προτείνονται κατευθύνσεις για μελλοντική έρευνα.Τεκμήριο The impact of automation and digital transformation on port performance(2025-01-29) Tiwari, Nischay; Mane, Viraj; Athens University of Economics and Business, Department of Accounting and Finance; Tsouknidis, Dimitrios; Androutsopoulos, Konstantinos; Zisis, DimitriosIn the current shipping industry, ports serve as critical nodes in increasingly complex and high-demand global supply chains, facing mounting pressure to keep up with rising trade volumes, strict environmental regulations, and evolving customer expectations for speed and transparency. Traditional port operations, heavily reliant on manual processes and limited technological integration, are inadequate to meet these demands. As a result, automation and digital transformation have emerged as essential strategies for modernizing port infrastructure and enhancing competitiveness. Advanced technologies, such as artificial intelligence (AI), Internet of Things (IoT), blockchain, and autonomous systems, are being adopted to improve operational efficiency, optimize cargo handling, and streamline port management. However, the rapid pace of digitalization introduces new challenges, including high capital investments, cybersecurity vulnerabilities, and significant socio-economic implications, particularly concerning workforce displacement and skill requirements.This thesis investigates the impact of automation and digital transformation on port development, examining how these advancements are reshaping traditional port functions, management practices, and their role within the global logistics network. By studying case studies on leading “smart ports”, this research identifies key enablers and obstacles to technology adoption, including regulatory challenges, integration with legacy systems, and the availability of skilled labour. The study further explores the significance of emerging digital tools in enhancing real-time data-driven decision-making, reducing human error, and achieving sustainability targets by minimizing energy consumption and carbon emissions.Despite the promising potential of automation, there are notable research gaps in understanding the full implications of digital transformation within port ecosystems. Specifically, the existing literature lacks comprehensive analysis of the strategic and operational impacts of automation across diverse port contexts, as well as the long-term socio-economic effects of workforce automation on port communities. Furthermore, limited attention has been given to the cybersecurity risks inherent in interconnected port systems, which could expose critical infrastructure to potential cyber threats and disrupt global supply chains. This thesis addresses these gaps by providing a multidimensional assessment of how automation and digital transformation are influencing port development, focusing on the interplay between technological advancements, operational efficiency, and the resilience of ports in an increasingly digitalized economy.Key findings reveal that while automation and digitalization can significantly improve port efficiency and resilience, they also demand a shift in governance, substantial investment in infrastructure, and the development of robust cybersecurity frameworks. By addressing the complexities of digital transformation, this research contributes to a deeper understanding of how ports an effectively adapt to and thrive in the evolving landscape of global trade.Τεκμήριο Ships sale and purchase(2025-01-13) Βολέλης, Κωνσταντίνος; Πρωτογερόπουλος, Αντώνιος-Iωάννης; Volelis, Konstantinos; Protogeropoulos, Antonios-Ioannis; Athens University of Economics and Business, Department of Informatics; Kavussanos, Emmanuel; Moutos, Thomas; Zisis, DimitriosΗ αγορά πώλησης και αγοράς πλοίων (S&P) επηρεάζεται σημαντικά από τις τεχνολογικές εξελίξεις, τις ρυθμιστικές αλλαγές και τις παγκόσμιες οικονομικές συνθήκες. Τα περιβαλλοντικά ζητήματα και η επέκταση της θαλάσσιας νομοθεσίας δημιουργούν τόσο προκλήσεις όσο και ευκαιρίες για τους πλοιοκτήτες και τους μεσίτες. Αυτή η διατριβή εξετάζει πώς ο χρονισμός των συναλλαγών, οι βιώσιμες πρακτικές και οι τεχνολογικές καινοτομίες επηρεάζουν την αξία των πλοίων και τις στρατηγικές στην αγορά S&P.Ο ναυτιλιακός κλάδος αλλάζει λόγω κανονισμών όπως το IMO 2020, ο Δείκτης Έντασης Άνθρακα (CII) και ο Δείκτης Ενεργειακής Απόδοσης Υφιστάμενων Πλοίων (EEXI). Παράλληλα, τεχνολογίες όπως το blockchain, η ψηφιοποίηση και η τεχνητή νοημοσύνη επηρεάζουν την ταχύτητα και τη διαφάνεια των συναλλαγών. Η μελέτη αναλύει πώς αυτές οι εξελίξεις επηρεάζουν τις αποφάσεις στις πωλήσεις πλοίων.Με μια μικτή μεθοδολογική προσέγγιση, η έρευνα συνδυάζει ποιοτική και ποσοτική ανάλυση, εξετάζει τη βιβλιογραφία σε τεχνολογικά, νομικά και ρυθμιστικά θέματα και διεξάγει μελέτη περίπτωσης σε μια σημαντική συναλλαγή πλοίου. Επιπλέον, εφαρμόζονται στατιστικές μέθοδοι για την ανάλυση παραγόντων που επηρεάζουν τις τιμές των νεότευκτων πλοίων, όπως η σχέση μεταξύ χωρητικότητας (DWT) και ναύλων.Συνολικά, η διατριβή παρέχει μια πλήρη εικόνα της εξέλιξης της αγοράς S&P, συμβάλλοντας στη ναυτιλιακή οικονομία και προσφέροντας πρακτικές κατευθύνσεις στους ενδιαφερόμενους για την αντιμετώπιση των προκλήσεων βιωσιμότητας και καινοτομίας.Τεκμήριο Navigating the future of maritime shipping: fuel efficiency, environmental sustainability and supply chain optimization in a changing global landscape(2024-12-17) Δεσύπρης, Νικόλαος; Καλανδράνης, Νικόλαος; Desypris, Nikolaos; Kalandranis, Nikolaos; Athens University of Economics and Business, Department of Accounting and Finance; Moutos, Thomas; Tsouknidis, Dimitrios; Zisis, DimitriosΑυτή η εργασία εστιάζει στους τύπους καυσίμων των πλοίων, τα χαρακτηριστικά τους, καθώς και τις οικονομικές και περιβαλλοντικές συνέπειες της χρήσης τους. Εξετάζουμε τον ρόλο των ναυτιλιακών επιχειρήσεων στα παγκόσμια προβλήματα, καθώς και προοπτικές βελτίωσης της εφοδιαστικής αλυσίδας. Εξετάζονται καύσιμα όπως HFO, MDO, MGO, LNG, αλλά και καινούργιες πράσινες εναλλακτικές μορφές παραγωγής ενέργειας. Η μελέτη δείχνει επίσης την σκοπιμότητα χρήσης χαμηλών εκπομπών LNG και καυσίμων υδρογόνου, όπως επίσης και τα κόστη που σχετίζονται. Γίνεται έρευνα στην αγορά ενέργειας, καθώς και της αγοράς προϊόντων όπως στα σουπερμάρκετ, και εξετάζεται πως επηρεάζει τις τιμές αυτές η ναυτιλιακή βιομηχανία.Τεκμήριο Geopolitical risk and commodities(2024-12-11) Χωριανόπουλος, Θεόδωρος; Ψώρας, Νικόλαος; Chorianopoulos, Theodoros; Psoras, Nikolaos; Athens University of Economics and Business, Department of Accounting and Finance; Demirakos, Efthimios; Tsouknidis, Dimitrios; Sakkas, AthanasiosΑυτή η διπλωματική εργασία εξετάζει τη διασταύρωση γεωπολιτικών κινδύνων, οικονομικών διακυμάνσεων και περιβαλλοντικών προκλήσεων στις παγκόσμιες αγορές γεωργικών εμπορευμάτων και τη ναυτιλιακή τους εφοδιαστική. Τα γεωργικά εμπορεύματα, όπως τα δημητριακά, οι ελαιούχοι σπόροι και τα μαλακά εμπορεύματα, είναι κρίσιμα για την παγκόσμια επισιτιστική ασφάλεια και τη σταθερότητα της οικονομίας. Ωστόσο, το εμπόριο και η μεταφορά τους επηρεάζονται ολοένα και περισσότερο από αβεβαιότητες που προκύπτουν από συγκρούσεις, την κλιματική αλλαγή και τις ρυθμιστικές μεταβολές.Γεωπολιτικοί παράγοντες, όπως η σύγκρουση Ρωσίας-Ουκρανίας, διαταράσσουν τις αλυσίδες εφοδιασμού και αυξάνουν τις τιμές λόγω μειωμένων εξαγωγών από βασικούς παραγωγούς. Αντίστοιχα, οι εμπορικοί πόλεμοι, όπως η διαμάχη ΗΠΑ-Κίνας, αλλάζουν τα πρότυπα εμπορίου και εντείνουν τη μεταβλητότητα. Οικονομικές επιρροές, όπως ο πληθωρισμός και οι παγκόσμιες υφέσεις, επιδεινώνουν περαιτέρω την αστάθεια των τιμών. Οι περιβαλλοντικές προκλήσεις, όπως οι ξηρασίες και οι πλημμύρες λόγω της κλιματικής αλλαγής, επηρεάζουν σημαντικά τις αποδόσεις των καλλιεργειών και τα δίκτυα μεταφορών.Η εργασία υιοθετεί την ανάλυση παλινδρόμησης για να ποσοτικοποιήσει τις σχέσεις μεταξύ αυτών των παραγόντων και των αποτελεσμάτων στις αγορές. Μελέτες περιπτώσεων, όπως η πανδημία COVID-19 και η χρηματοπιστωτική κρίση του 2008, αναδεικνύουν την πολυπλοκότητα των αλληλεπιδράσεων στις αγροτικές αγορές και την ευπάθειά τους σε παγκόσμιες κρίσεις.Τα ευρήματα τονίζουν τη σημασία ανθεκτικών αλυσίδων εφοδιασμού και προσαρμοστικών ρυθμιστικών πλαισίων. Οι προτάσεις περιλαμβάνουν την αξιοποίηση της τεχνολογίας για προβλεπτική ανάλυση, τη διαφοροποίηση των διαδρομών εμπορίου και την προώθηση βιώσιμων πρακτικών για τη μείωση των κινδύνων. Η έρευνα παρέχει εφαρμόσιμες προτάσεις σε υπεύθυνους χάραξης πολιτικής, παραγωγούς και εμπόρους για την αντιμετώπιση των προκλήσεων στις αγορές γεωργικών εμπορευμάτων και τη διασφάλιση της παγκόσμιας επισιτιστικής ασφάλειας.Τεκμήριο Risk sentiment and strategic decision-making in NYSE-listed shipping companies: analyzing chartering policies and vessel investment(2024-11-11) Shang, Di; Athens University of Economics and Business, Department of Accounting and Finance; Kavussanos, Emmanuel; Androutsopoulos, Konstantinos; Drakos, KonstantinosThis study investigates how risk sentiment influences the chartering policies and sale & purchase decisions of New York Stock Exchange (NYSE)-listed shipping companies, addressing two core questions: the effects of risk preferences and sale & purchase activities on chartering policies, and how these chartering policies and risk sentiment impact vessel acquisition and divestment. Using panel data from 2014 to 2023, two regression models analyze the relationships between risk sentiment indicators and various financial metrics representing chartering policies and sale & purchase investments. Risk sentiment is quantified in both models by counting occurrences of risk-related words in annual reports. Model 1 assesses the influence of risk sentiment and asset sale & purchase policies on chartering deployment, with sub-models covering time charters, voyage charters, and pool management. Model 2 examines the impact of chartering revenue and risk sentiment on vessel ownership decisions, with sub-models representing asset purchases, asset sales, and fleet size. Improved versions of both models were developed to enhance analytical clarity by accounting for firms without pool management income, using time charter revenue percentage and voyage charter revenue percentage to represent distinct chartering strategies, and the annual vessel count to represent investment strategy. Results indicate that firm size and leverage ratio significantly influence chartering revenue and vessel ownership, with larger and more leveraged companies more likely to engage in long-term charters and fleet expansion. The findings underscore the role of risk sentiment in moderating these effects, with higher risk sentiment aligning with conservative investment and chartering strategies. This study provides insight into the strategic factors driving chartering and investment decisions in a high-risk industry.